DIESEL PART Ι
Rudolf Θεέ, πάρε την ΠΑΕ
Με βάση την εσωτερική τους λειτουργία οι εμβολοφόροι κινητήρες εσωτερικής καύσης χωρίζονται σε δύο κύριες κατηγορίες, τόσο ως προς την «θερμοδυναμική» ονοματολογία τους, όσο και ως προς το καύσιμο που χρησιμοποιούν: τους κινητήρες «κύκλου Otto» ή «βενζινοκινητήρες» και τους κινητήρες «κύκλου diesel» ή «πετρελαιοκινητήρες». Η πρώτη κατηγορία είναι αυτή που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον της στήλης για... δεκαετίας, ενώ για την δεύτερη και για λόγους που θα δούμε τόσο σήμερα όσο και σε επόμενες συνέχειες, είμασταν ολίγον τι σνομπ: άδικα όμως, αφού πλέον η εφεύρεση του Γερμανού εφευρέτη Rudolf Diesel από το έτος 1893, έχει κάνει τεχνολογικά άλματα στην αυτοκινητοβιομηχανία. Κόντρα ίσως σε ότι θα περιμένε ο ευκαιριακός αναγνώστης της μηχανολογίας «εμπειρικά», ο κινητήρας diesel διαθέτει τον υψηλότερο συντελεστή θερμοδυναμικής απόδοσης από όλα τα είδη των μηχανών εσωτερικής (ή εξωτερικής) καύσης: αυτό, όπως θα δούμε και αναλυτικότερα, οφείλεται στον πανύψηλο λόγο γεωμετρικής του συμπίεσης. Για να πάρετε μία ιδέα, οι τεράστιοι σε μέγεθος και χαμηλόστροφοι σε προσανατολισμό κινητήρες diesel εφαρμογών πέραν του αυτοκινήτου, πετυχαίνουν συντελεστή απόδοσης που ξεπερνά το 50%. Αν αυτό δεν σας λέει κάτι, θυμίζω πως ένας τυπικός βενζινοκινητήρας πασχίζει να περάσει το 30%... Οι κινητήρες diesel, όπως και οι βενζινοκινητήρες, μπορούν να είναι δίχρονοι ή τετράχρονοι, και αρχικά προορίζονταν ως απλή αντικατάσταση των στατικών ατμομηχανών: στις αρχές του 20ου αιώνα βρήκαν κυρίως ναυτικές εφαρμογές σε πλοία και υποβρύχια, ενώ λίγο αργότερα περάσαν στη στεριά, είτε σε τρένα και φορτηγά, είτε σε στατικές εφαρμογές όπως είναι οι γεννήτριες. Πρέπει να φτάσουμε στην δεκαετία του ’30 για να δούμε τις πρώτες δειλές εφαρμογές του πετρελαιοκινητήρα στο αυτοκίνητο και στην δεκαετία του ’70 για να ξεκινήσει το «μπαμ» των κινητήρων αυτών στο παγκόσμιο στερέωμα: έτσι φτάσαμε σήμερα το ένα στα δύο αυτοκίνητα που πωλούνται στην Ευρώπη να είναι πετρελαιοκίνητο (σε χώρες όπως η Γαλλία, το ποσοστό των diesel φτάνει ακόμα και το 70%), ενώ η περσινή χρονιά και στην παρακμάζουσα ελληνική αγορά, δείχνει πως και εδώ οδεύουμε σαν τάση προς τέτοιες αναλογίες. Και για όσους ακόμα δεν κουνήθηκε διόλου το ενδιαφέρον τους για τους diesel, να κάτι που μπορεί να τους ταρακουνήσει: ο μεγαλύτερος κινητήρας diesel στο κόσμο είναι ο δίχρονος ναυτικός Wartsila-Sulzer RTA96-C ισχύος 113.210 ίππων (στις 102rpm!). Σεβασμός λοιπόν..!
Μία πρώτη γενική ματιά στους diesel
H βασική διάκριση μεταξύ των δύο προαναφερθέντων κύριων τύπων κινητήρων, αφορά τον τρόπο ανάφλεξης (έναυσης της καύσης) του εκάστοτε καύσιμου μίγματος. Στους βενζινοκινητήρες η «έκρηξη» πραγματοποιείται με τη βοήθεια εξωτερικού μέσου, που δεν είναι άλλο από τον ηλεκτρικό σπινθήρα που παράγεται στο μπουζί (βλ. αντίστοιχη σειρά Know How λίγους μήνες πριν). Στους κινητήρες diesel από την άλλη, το μίγμα αυταναφλέγεται διότι το καύσιμο εισέρχεται στον κύλινδρο τη στιγμή κατά την οποία ο περιεχόμενος αέρας έχει αποκτήσει υψηλή θερμοκρασία. Πώς έγινε αυτό? Αφενός μέσω ισχυρής συμπίεσης κατά την άνοδο του εμβόλου (ως γνωστόν ένα αέριο θερμαίνεται καθώς αυξάνεται η πίεση του) και αφετέρου μέσω κατάλληλης διαμόρφωσης του θαλάμου καύσης σε γεωμετρικό επίπεδο.
Το πετρέλαιο που χρησιμοποιείται στους κινητήρες diesel ως καύσιμη ύλη και παράγεται στα διυλιστήρια, από πλευράς «βάρους» (βλ. κλασματική απόσταξη), βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ των «ελαφρύτερων» κλασμάτων (βενζίνη και κηροζίνη) και των περισσότερο ακατέργαστων όπως το μαζούτ και οι διάφορες παραφίνες. Για το σχηματισμό του καύσιμου μίγματος, το πετρέλαιο εισάγεται στον κύλινδρο, διασκορπισμένο στη μάζα του συμπιεσμένου αέρα. Ο ψεκασμός γίνεται με τη βοήθεια μπεκ όπως και στους Όττο, αλλά με πολύ υψηλότερη πίεση: εάν σε ένα βενζινοκινητήρα έμμεσου ψεκασμού μια τυπική τιμή πίεσης του καυσίμου είναι 3 με 5bar, οι πετρελαιοκινητήρες έχουν προ πολλού πετύχει πίεσεις της τάξης των 200+bar. Ακόμα και σε σχέση με τους βενζινοκινητήρες άμεσου ψεκασμού όμως, που μετά κόπων και βασάνων έχουν φτάσει με το ζόρι τα 150+ bar σήμερα, οι κινητήρες diesel είναι ακόμα πιο μπροστά σε τάξη μεγέθους, αφού τα τελευταία συστήματα, όπως θα δούμε και σε επόμενες συνέχειες, παίζουν σε πιέσεις 2000+ bar (η πολύ υψηλή πίεση καυσίμου είναι αναγκαία επειδή, όπως θα δούμε και αργότερα. το πετρέλαιο πρέπει να περάσει σε αέρια φάση μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα)! Όταν μιλάς για πιέσεις τέτοιου μεγέθους οι ηλεκτρικές αντλίες καυσίμου δεν φτάνουν ούτε «για ζήτω», και τα ηνία αναλαμβάνουν εδώ πλέον μηχανικές αντλίες (όπως και στους βενζινοκινητήρες άμεσου ψεκασμού) που παίρνουν κίνηση είτε από το στροφαλοφόρο, είτε από τον εκκεντροφόρο άξονα. Μιλάμε πάντα για την κύρια αντλία αύξησης πίεσης στο κύκλωμα και όχι για τον ρόλο του «κυκλοφορήτη» της μικρότερης αντλίας στο ντεπόζιτο.
Ένα δεύτερο βασικό σημείο διαφοράς μεταξύ των κινητήρων βενζίνης και πετρελαίου είναι η μέθοδος και η φύση της ρύθμισης της επιθυμητής ισχύος που αποδίδεται. Στους κινητήρες βενζίνης, το μίγμα αέρα-καυσίμου είναι σχετικά ομοιογενές (περισσότερο στους παραδοσιακούς εκπροσώπους του είδους, λιγότερο στους νέας σοδειάς στρωματοποιημένης καύσης, τύπου FSI). Εδώ όταν θέλουμε περισσότερη ισχύ, επιθυμία εκφραζόμενη σε ποσοστό πατήματος γκαζιού, ναι μεν καίμε φυσικά περισσότερη ποσότητα μίγματος, αλλά στην ίδια χοντρικά αναλογία, αυξάνοντας τις ποσότητες αέρα και βενζίνης ανάλογα. Στον κινητήρα diesel αντίθετα όπως θα δούμε, το υγρό καύσιμο δεν εισέρχεται ταυτόχρονα με τον αέρα στον κύλινδρο, αλλά ψεκάζεται κατά τη φάση της συμπίεσης μέσα στο θάλαμο από τα μπεκ: η ισχύς του κινητήρα εξαρτάται κυρίως από την σύνθεση ποιοτικά του μίγματος, δηλαδή η αυξομείωση της ισχύος επιτυγχάνεται καθαρά από τη μεταβολή της αναλογίας του μίγματος σε πλούσιο ή φτωχό. Ο χαρακτηρισμός “πλούσιο” όταν αναφερόμαστε σε πετρελαιοκινητήρες έχει διαφορετική σημασία από την αντίστοιχη έννοια σε έναν Otto. Επειδή ο διαθέσιμος χρόνος για το σχηματισμό του καύσιμου μίγματος είναι σχετικά μικρός (σε σχέση με όλη την πολυτέλεια που έχει ένας βενζινοκινητήρας και δη έμμεσου ψεκασμού), είναι αναγκαία μια περίσσεια αέρα για την επίτευξη τέλειας καύσης: για αυτό το λόγο μίγματα με αναλογία 20+:1 είναι λογικά για κινητήρες diesel, ενώ στους παραδοσιακούς Otto το 14-15:1 (και για λόγους θερμοκρασίας) δεν ξεπερνιέται.
Η εκκίνηση και η ταχύτητα καύσης ελέγχονται κατά κύριο λόγο από το ρυθμό έγχυσης και από τη χρονική στιγμή που αυτή πραγματοποιείται, παράγοντες που με την σειρά τους εξαρτώνται άμεσα από την πίεση στη γραμμή τροφοδοσίας του κυκλώματος του πετρελαίου. Θέλουμε λοιπόν οι αντλίες του πετρελαίου να συμβαδίζουν στην αύξηση της πίεσης ως προς την αύξηση των στροφών, σε υψηλές στροφές να εξασφαλίζουν αρκετά μεγαλύτερη πίεση, γεγονός που τεκμηριώνει την αναφορά μας σε μηχανικές αντλίες πιο πάνω που παίρνουν απ’ ευθείας κίνηση από τον κινητήρα, αφού η απόδοσή τους εξαρτάται άμεσα από το ρυθμό περιστροφής του κινητήρα (περισσότερα μιλώντας για common rail αργοτερα). Ιδιαίτερες είναι και οι κεφαλές των κινητήρων diesel, αφού ένας βασικός παράγοντας απόδοσής τους είναι και η σωστή ανάμειξη του μίγματος μέσω βοήθειας τυρβώδους ροής: τόσο οι αυλοί εισαγωγής, όσο και το σχήμα του ίδιου του θαλάμου καύσης, επικουρούν τον στροβιλισμό του αέρα, ενώ συναντώνται και διατάξεις με ειδικές για το σκοπό αυτό βαλβίδες (κατ’ αντιστοιχία των tumble valves που βλέπουμε και σε βενζινοκινητήρες).
Σε κάθε περίπτωση όμως, αναφερόμαστε σε «πυροδότηση» και καύση χωρίς ανάλογη πρώτη πηγή, χωρίς δηλαδή μπουζί. Χωρίς αυτό λοιπόν, κάπως άλλιως πρέπει να ξεκινάει η όλη διαδικασία, και εδώ αρχίζουμε και συζητάμε για τις ιδιότητες του συγκεκριμένου καυσίμου-κύκλου ως προς την «αυτόβουλη ανάφλεξη». Και εδώ υπεισέρχεται ο χαρακτηριστικός όρος-μέγεθος, η «θερμοκρασία αυτανάφλεξης», που είναι η ελάχιστη θερμοκρασία κατά την οποία επιτυγχάνεται ταχύτητα αντίδρασης τέτοια ώστε να παρατηρείται γρήγορη αύξηση της θερμοκρασίας και η σχετική καύση. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό μέγεθος είναι ο χρόνος καθυστέρησης της ανάφλεξης ή αλλιώς η «ταχύτητα αυτανάφλεξης», που φανερώνει το χρονικό διάστημα που περνά μέχρι να παρατηρηθεί η καύση από τη στιγμή που το καύσιμο έχει φτάσει στη θερμοκρασία αυτανάφλεξης. Πόσο είναι αυτή η θερμοκρασία περίπου? Για το πετρέλαιο κυμαίνεται στους 3400C, τη στιγμή που η αντίστοιχη τιμή για την βενζίνη είναι στους 2000C υψηλότερα. Όσο μικρότερη είναι η θερμοκρασία αυτανάφλεξης, τόσο πιο εύκολα ξεκινάει η καύση κατά την συμπίεση του αέρα με την άνοδο του εμβόλου και μάλιστα με το μέτωπο της φλόγας να αναπτύσσεται ομαλά προς τα έξω και όχι άναρχα και με τάσεις αυτονόμησης (βλ. κρουστική καύση, γιατί ναι μεν ο diesel κινητήρας δουλεύει με «φυσικά πειράκια», άλλα πάντα ελεγχόμενα και όχι ταυτόχρονα σε όλη τη μάζα του μίγματος).
Στους βενζινοκινητήρες τώρα, το «φορτίο» καθορίζεται ως έννοια από το άνοιγμα της πεταλούδας του γκαζιού και κατ’ επέκταση από την ακόλουθη πλήρωση του κυλίνδρου. Στους diesel και δεδομένης της απουσίας αντίστοιχης ρυθμιστικής-στραγγαλιστικής διάταξης, τι γίνεται? Εδώ το μέγιστο φορτίο καθορίζεται από την συγκέντρωση (σύσταση) του μίγματος σε πετρέλαιο (ποιότητα καύσης), κάτι το οποίο φυσικά έχει όριο, αφού από κάποιο σημείο εμπλουτισμού και μετά έχουμε την εμφάνιση του γνωστού σύννεφου κάπνας (αιθάλης) στην εξαγωγή και προς την έξοδο της εξάτμισης. Αυτή είναι μια κλασική εικόνα που μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας από παλιούς diesel (ή νέους με βλάβη στα μπεκ που τα αφήνει ανοιχτά υπέρ του δέοντος χρονικά, το λεγόμενο «κατούρημα» των μπεκ), εικόνα ωστόσο η οποία μέσω τεχνολογιών που θα δούμε σε επόμενη συνέχεια τείνει να κλειστεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας: με τον υψηλό βαθμό απόδοσης του κύκλου diesel να αποτελεί «λίρα εκατό» για την μείωση της κατανάλωσης και των εκπομπών διοξειδίου, οι κατασκευαστές πιστεύουν (και άρα επενδύουν) όλο και πολύ στο πετρέλαιο ως καύσιμο και έχουν εξελίξει σημαντικά τους κινητήρες αυτούς. Αναλογικά δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ανάπτυξη που έχει σημειωθεί στην τεχνολογία τους τα τελευταία χρόνια είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στους βενζινοκινητήρες. Μην ξεχνάμε ότι ο άμεσος ψεκασμός για χρόνια προϋπήρχε χρονικά στους πετρελαιοκινητήρες πριν χρησιμοποιηθεί (αρχικά σε περιορισμένη κλίμακα και τα τελευταία χρόνια με πολύ μεγάλη επιτυχία) στους κινητήρες βενζίνης. Ας ξεκινήσουμε όμως να τα δούμε όλα αυτα πιο αναλυτικά, ένα προς ένα, μετά από αυτήν την απαραίτητη «περίληψη» που μας έβαλε στο νόημα συνολικά.
Αυτό το παρεξηγημένο, «φτηνό» και «βρωμερό» καύσιμο
Όπως προ είπαμε, βασικό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πετρελαίου είναι πως αναφλέγεται πολύ εύκολα, και έτσι «επιβιώνει» χωρίς μπουζί μιας και δεν χρειάζεται αρχικός σπινθήρας για την έναρξη της καύσης. Με άλλα λόγια, η σε σχέση με την βενζίνη χαμηλή θερμοκρασία αυτανάφλεξης επιτρέπει στο καύσιμο να αναφλεχθεί μόνο του, όταν η θερμοκρασία και η πίεση μέσα στο θάλαμο καύσης ξεπεράσουν κάποιες συγκεκριμένες τιμές. Αν το ενδεικτικό μέγεθος για την ποιότητα της βενζίνης είναι ο πολύ γνωστός μας αριθμός οκτανίου, που φανερώνει την αντικροτικότητά της, για το πετρέλαιο το αντίστοιχο μέγεθος είναι ο αριθμός κετανίου που εκφράζει την ποιότητα του καυσίμου, δηλαδή πόσο γρήγορα και εύκολα καίγεται αυτό στην πράξη. Ο ρυθμός αυτός (ταχύτητα) καύσης έχει τεράστια σημασία αφού είναι βασική αιτία συσχετιζόμενη με την αδυναμία των πετρελαιοκινητήρων να περιστραφούν τόσο ψηλά στο φάσμα του στροφομέτρου όσο οι βενζινοκινητήρες: όπως θα γνωρίζετε, το «κόκκινο» στο στροφόμετρό ενός diesel αυτοκινήτου δεν ξεπερνά τις 4500-5000rpm στην καλύτερη περίπτωση.
Ο προσδιορισμός του αριθμού κετανίου γίνεται με αντίστοιχη διαδικασία με τον αριθμό οκτανίου στις βενζίνες: σε πρότυπο κινητήρα (CFR -Cooperative Fuel Research Cetane Engine) αντιπαραβάλλεται η συμπεριφορά του εκάστοτε καυσίμου ως προς τα χαρακτηριστικά του με εκείνη του πρότυπου καυσίμου αναφοράς, το οποίο είναι ένα προκαθορισμένο μίγμα δυο συστατικών. Η εν λόγω διαδικασία δεν είναι απλή και απαιτεί τον κατάλληλο εργαστηριακό εξοπλισμό, ο οποίος φυσικά είναι πανάκριβος και απευθύνεται μόνο σε πολύ εξειδικευμένα ερευνητικά κέντρα. Υπάρχει όμως και εμπειρικός τύπος, αρκετά πιο απλός, που παρέχει τον «Υπολογιζόμενο Δείκτη Κετανίου» και δίνει με απλούς υπολογισμούς μια προσεγγιστική τιμή για τον έμμεσο, γρήγορο και φθηνό προσδιορισμό της ποιότητας του προς εξέταση καυσίμου.
Στις βενζίνες ο αριθμός οκτανίου κυμαίνεται από 95 ως 100 (τουλάχιστον όσον αφορά τα πρατήρια της Ευρώπης, στις ΗΠΑ το κάτω όριο είναι πολύ πιο χαμηλά ενώ στην Ιαπωνία το άνω ακόμα ψηλότερα...), ανάλογα με το είδος της βενζίνης. Για το πετρέλαιο ένας δείκτης κετανίου γύρω στο 50 είναι μία τυπική, αποδεκτή και κατάλληλη τιμή για χρήση. Η νομοθεσία βέβαια για το πετρέλαιο, όπως και στην περίπτωση της βενζίνης, συνεχώς γίνεται όλο και πιο απαιτητική προς ολοένα και καθαρότερα καύσιμα, λιγότερες εκπομπές ρύπων και οικονομία: ειδικά η περιεκτικότητα σε θείο είναι ένα χαρακτηριστικό στο οποίο έχει δοθεί τεράστια βαρύτητα τα τελευταία χρόνια από τις εταιρείες πετρελαιοειδών. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του πετρελαίου, λιγότερο γνωστό από τον αριθμό κετανίου, είναι το σημείο ανιλίνης, μια θερμοκρασία που προσδιορίζεται επίσης εργαστηριακά, αλλά με πολύ απλό και γρήγορο τρόπο, αφού όσο υψηλότερη είναι, τόσο πιο καλής ποιότητας είναι το καύσιμο. Φύσικα, επίσης όπως στη βενζίνη έτσι και στο πετρέλαιο, χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή διάφορα πρόσθετα που στόχο έχουν να αυξήσουν τον αριθμό κετανίου και ενδεχομένως να προσδώσουν καθαριστικές ιδιότητες στο καύσιμο, μειώνοντας ταυτόχρονα τους ρύπους.
Καύση του πετρελαίου
Ποιος είναι όμως ο συγκεκριμένος μηχανισμός που εμποδίζει τους κινητήρες diesel να περιστρέφονται σε υψηλούς ρυθμούς περιστροφής? Όσοι αγαπάνε το στροφάρισμα, παραδοσιακά δεν θέλουν ούτε καν να ακούνε για diesel και για πετρέλαια, και τύφλα να ‘χουν οι... τόνοι ροπής τους! Δυστυχώς, όντως στους κινητήρες dieselη διαδικασία στροφαρίσματος στο κόκκινο είναι ολίγον τι απογοητευτική, αφού ούτε να περιστραφούν ψηλά μπορούν σε απόλυτα μέγιστα νούμερα, ούτε είναι ιδιαίτερα ευτυχείς όταν ο δείκτης έχει ρυθμό προς τα πάνω. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτο, είναι ο διαφορετικός τρόπος που καίγεται το καύσιμο μίγμα σε σχέση με την βενζίνη. Σε έναν τυπικό κινητήρα diesel όλα τα στάδια της καύσης έχουν ολοκληρωθεί σε ένα χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε 40-60 μοίρες στροφάλου, και η αρχή της καύσης ξεκινά λίγο πριν το ΑΝΣ του εμβόλου με την μέγιστη πίεση μέσα στο θάλαμο να αναπτύσσεται λίγο μετά από αυτό. Το «πρόβλημα» είναι ότι η καύση δεν ξεκινά ελεγχόμενα, όπως με την ανάφλεξη στον βενζινοκινητήρα, αφού δεν υφίσταται μπουζί. Επομένως κυνηγάμε να εξασφαλίσουμε ότι η καύση θα συμβεί ακριβώς τη στιγμή που επιθυμούμε και μάλιστα να διαρκέσει τόσο, ώστε να έχουμε όσο το δυνατόν περισσότερο ωφέλιμο έργο. Τρία είναι τα στάδια στην καύση του μίγματος: το πρώτο είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται μέχρι να αναφλεχθεί το μίγμα, όπου η πίεση αυξάνεται ομοιόμορφα καθώς το έμβολο ανεβαίνει, αλλά δεν συμβαίνει ανάφλεξη. Ανάλογα με τον κάθε κινητήρα, το χρονικό διάστημα που διαρκεί αυτό το στάδιο κυμαίνεται μεταξύ 1 και 4msec. Το πρόβλημα που έχουμε και μας τσακίζει το στροφάρισμα είναι ακριβώς ότι αυτό το χρονικό διάστημα είναι σχεδόν σταθερό και ανεξάρτητο από την ταχύτητα περιστροφής του κινητήρα: όσο αυξάνονται οι στροφές του κινητήρα δηλαδή, το πρώτο στάδιο της καύσης θα καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο μέρος από την άνοδο του εμβόλου, δηλαδή περισσότερες μοίρες του στροφάλου. Με άλλα λόγια ενώ ο βενζινοκινητήρας απαιτεί δεδομένες μοίρες ανεξαρτήτως του χρόνου που αυτές «καταλαμβάνουν», ο πετρελαιοκινητήρας απαιτεί συγκεκριμένο χρόνο ανεξαρτήτως των μοιρών. Επομένως έχουμε ήδη έναν πολύ σημαντικό περιορισμό: το πρώτο στάδιο αναγκαστικά δεν γίνεται να απαιτεί χρονικό διάστημα που να αντιστοιχεί σε πολλές μοίρες στροφάλου καθαρά εξαιτίας πρακτικών λόγων λειτουργίας του κινητήρα. Επομένως είναι επιθυμητό στους κινητήρες diesel να πετύχουμε μείωση του αρχικού σταδίου προετοιμασίας του μίγματος για την καύση. Στους κινητήρες βενζίνης συναντάμε και εκεί το φαινόμενο, αφού και εκεί το πρώτο στάδιο της καύσης διαρκεί χρονικό διάστημα περίπου σταθερό και ανεξάρτητο από την ταχύτητα περιστροφής του κινητήρα: με την βενζίνη όμως το χρονικό διάστημα είναι εξαιρετικά μικρό (0,5msec ή και ακόμα μικρότερο), οπότε τελικά δεν δημιουργούνται περιορισμοί στο ρυθμό περιστροφής κατά την λειτουργία του κινητήρα.
Το δεύτερο στάδιο της καύσης ξεκινά με την ανάφλεξη του μίγματος. Εδώ η πίεση αυξάνεται απότομα λόγω της μη ελεγχόμενης καύσης, με την μέγιστη τιμή της πίεσης μέσα στον κύλινδρο να επιτυγχάνεται σε αυτό ακριβώς το στάδιο, συνήθως λίγες μοίρες μετά το ΑΝΣ καθώς το έμβολο κατεβαίνει.
Στο τρίτο στάδιο η φλόγα έχει ήδη διαδοθεί στον κύλινδρο και έτσι η ανάφλεξη του καυσίμου είναι πλέον εύκολη. Πρέπει να σημειωθεί πως το επιπλέον καύσιμο που ψεκάζεται μέσα στον κύλινδρο, ακόμα και όταν έχει αναπτυχθεί φλόγα, καίγεται πολύ γρήγορα, με ταχύτητα ανάλογη του ρυθμού έγχυσης του πετρελαίου. Όπως αναφέραμε πεταχτά και πιο πάνω, η ποσότητα του καυσίμου είναι ανάλογη του φορτίου του κινητήρα και καθορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες κίνησης του οχήματος κάθε στιγμή. Αντίθετα με το πρώτο στάδιο της καύσης, αυτά τα ακόλουθα στάδια στους κινητήρες diesel διαρκούν περίπου σταθερή διάρκεια καύσης σε μοίρες στροφάλου. Αυτό σημαίνει ότι η χρονική τους διάρκεια μικραίνει όσο αυξάνει ο ρυθμός περιστροφής του κινητήρα. Επομένως οι περιορισμοί στο ανώτατο όριο περιστροφής των diesel οφείλονται κυρίως στην καθυστέρηση που παρατηρείται κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης καύσης που περιγράψαμε, δηλαδή μέχρι να δημιουργηθεί η φλόγα μέσα στον κύλινδρο.
Η ακριβής ρύθμιση της ισχύος του diesel
Πώς όμως είναι δυνατόν να ψεκάζεται καύσιμο κατά τη διάρκεια της καύσης και αυτό να εισέρχεται κανονικά στον κύλινδρο, δεδομένου πως οι βαλβίδες εισαγωγής πρέπει είναι κλειστές κατά την συμπίεση του μίγματος? Η απάντηση είναι φυσικά ο «άμεσος ψεκασμός», τεχνολογία που μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν προνόμιο μόνο των diesel, αλλά όσο πάει εξαπλώνεται και στους βενζινοκινητήρες: η θέση του μπεκ δεν είναι αυτή ενός παραδοσιακού βενζινοκινητήρα έμμεσου ψεκασμού (πίσω από τις βαλβίδες, στον αυλό εισαγωγής) αλλά εδώ είναι τοποθετημένο μέσα στον κύλινδρο, ψεκάζοντας απευθείας καύσιμο ακόμα και όταν το προϋπάρχον μίγμα έχει αρχίσει να καίγεται. Στην πράξη η καύση του μίγματος γίνεται με αυτόν ακριβώς τον τρόπο: ο αέρας που έχει εισέλθει στον κύλινδρο αναμιγνύεται με το καύσιμο που διοχετεύει το μπεκ, αυταναφλέγεται και το καύσιμο που συνεχίζει να ψεκάζεται από το μπεκ καίγεται πολύ γρήγορα αφού βρίσκει εύκαιρο μπροστά του μέτωπο φλόγας.
Στους βενζινοκινητήρες, όταν οι ανάγκες για ισχύ είναι μεγάλες, αυτό που αλλάζει είναι η ποσότητα του μίγματος μέσα στον κύλινδρο μέσω της πεταλούδας, σχεδόν πάντα με αναλογία αέρα καυσίμου γύρω από την στοιχειομετρική αναλογία (14,7:1), ώστε να έχουμε λιγότερο ή περισσότερο πλούσιο μίγμα. Η ισχύς του κινητήρα δηλαδή εξαρτάται άμεσα από την όσο το δυνατόν καλύτερη πλήρωση του κυλίνδρου από καύσιμο μίγμα πολύ ορισμένης σύνθεσης. Στον κινητήρα diesel όμως, αυτό που αλλάζει είναι κυρίως η ποιοτική αναλογία του μίγματος αφού υπάρχει πάντα περίσσεια αέρα διαθέσιμη. Αυτό είναι που κάνει αχρείαστη την ύπαρξη πεταλούδας γκαζιού, την οποία δεν πρόκειται να συναντήσετε πουθενά στην εισαγωγή (μιλάμε για πεταλούδα έλεγχου ροής ανάλογη των βενζινοκινητήρων, πεταλούδα ή πεταλούδες, γνωστά και ως «κλαπέτα», βρίσκουμε σε πολλούς diesel αλλά με άλλο σκοπό: την δημιουργία υποπίεσης και τύρβης κατά την εκκίνηση). Όταν λοιπόν σε έναν πετρελαιοκινητήρα δεν υπάρχει απαίτηση για μεγάλη ισχύ το μίγμα είναι ιδιαιτέρως φτωχό, αφού ψεκάζεται μόνο μικρή ποσότητα καυσίμου μέσα στον κύλινδρο ο οποίος έχει ήδη πληρωθεί με αέρα, χωρίς τα αντίστοιχα θέματα που θα είχαμε με την βενζίνη (άνοδος θερμοκρασίας). Σε περιπτώσεις όπου απαιτείται μεγάλη ισχύς, το μίγμα γίνεται πιο πλούσιο και η απόδοση του κινητήρα εξαρτάται άμεσα από την ποσότητα καυσίμου που μπορεί να καεί μέσα στον θάλαμο, χωρίς ομοίως να φοβόμαστε τα μειονεκτήματα ενός πολύ πλουσίου μίγματος όπως με την βενζίνη. Ωστόσο δεν ισχεί ότι όσο καύσιμο εισέλθει στον κύλινδρο θα καεί οπωσδήποτε: προκειμένου να έχουμε έναν ανάλογα ισχυρό κινητήρα diesel, πρέπει να μπορούμε και να εξασφαλίσουμε τέτοιες συνθήκες καύσης ώστε να μπορεί να καεί όσο το δυνατόν περισσότερο πετρέλαιο σε κάθε κύκλο λειτουργίας.
Δώστε του μια ευκαιρία!
Ο κινητήρας diesel δεν είναι πλέον επουδενί ο παραδοσιακός «επαγγελματικός» οικονομικός κινητήρας περιορισμένης ισχύος που ξέραμε. Όλο και περισσότερα σπορ μοντέλα παρουσιάζονται και σε diesel έκδοση, ενώ η ειδική ισχύ τους, έστω και με βαριά υπερτροφοδότηση ενός, δύο ή και... τριών turbo (βλ. BMW), μπορεί να κάνει να χάσουν τον ύπνο τους και βενζινοκινητήρες από κούνια. Με τα diesel να αυξάνονται ραγδαία και στους ελληνικούς πλέον δρόμους (και φυσικά να βελτιώνονται), μην είστε σίγουροι πως αργεί η εποχή που στο φανάρι το κροτάλισμα στο ρελαντί μπορεί να προμηνύει ένα βαρβάτο τσάι... Μέχρι τον επόμενο μήνα λοιπόν αγαπήστε τους λίγο περισσότερο, γιατί έχουμε πολλά ακόμα να πούμε για πάρτη τους!
Αρθρογράφος
Δοκιμές Αυτοκινήτου CarTest.gr
Στο πλαίσιο των εορτασμών για την 50ή επέτειο, η BMW M GmbH παρουσιάζει μία ειδική έκδοση, βασισμένη στα επιτυχημένα μοντέλα υψηλών επιδόσεων της εται...