DIESEL PART ΙII
Ξεκινώντας από τη χαμηλή πίεση
Από τα προηγούμενα μέρη της σειράς μας, δύο νομίζω πως ήταν τα κύρια δεδομένα που θα σας έχουν μείνει: πρώτον, πως η σωστή και αποδοτική καύση του πετρελαίου θέλει ...μαεστρία και δεύτερον, πως τα bar της πίεσης είναι πολλά, πάρα πολλά! Φτάνουμε λοιπόν σήμερα στο σημείο να ψάξουμε πως στο καλό τα δημιουργούμε αυτά τα τερατώδη bar. Ξεκινάμε από το «θέσφατο» πως η απλή (και φτηνή) παραδοσιακή ηλεκτρική αντλία καυσίμου, την οποία ακούμε από την μεριά του ρεζερβουάρ όταν γυρνάμε το διακόπτη της μίζας στη πρώτη σκάλα, από μόνη της «δεν κάνει»: απορρίπτεται από τα αποδυτήρια, αφού δεν μπορεί να έχει την ισχύ που θα μεταφέρει στο ρευστό την, μεταφρασμένη σε πίεση και παροχή, ενέργεια. Η λύση που μένει είναι η εξής μία: μηχανική αντλία καυσίμου.
Αλλά για να το πάρουμε απο την αρχή «τεχνολογικά», μια φορά και ένα καιρό η λύση που είχε υιοθετηθεί ήταν ο ψεκασμός του εν λόγω καυσίμου μέσω παλμών πεπιεσμένου αέρα, μέθοδος που δεν περπάτησε μακριά αφού θέματα στεγανότητας και κακής ποιότητας ανάμιξης ήταν πανταχού παρόντα. Η καθιέρωση των μηχανικών αντλιών για να φτάσει το πετρέλαιο με ενδεδειγμένη πίεση στα μπεκ ήταν η λύση του γρίφου, αλλά αλήθεια τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για «μηχανική» αντλία? Εννοούμε πως παίρνουν κίνηση από τον κινητήρα και κατά κανόνα από τον εκκεντροφόρο. Φυσικά και πολύ σωστά θα πείτε «ρε μπάρμπα αφού και ο εκκεντροφόρος από τον στρόφαλο παίρνει κίνηση» και φυσικά και θα έχετε δίκιο, απλά λόγω της χωροταξίας και της παραδοσιακής θέσης των μηχανικών αντλιών πετρελαίου πιο κοντά στην κεφαλή του μοτέρ, έχει επικρατήσει να θεωρούμε τον εκκεντροφόρο ως «κινητήρια πηγή», παρά τον στρόφαλο. Σε κάθε περίπτωση όμως, αφού μιλάμε για «προσκόλληση» της αντλίας στο χώρο του κινητήρα, πως φτάνει και κάνει νωρίτερα όλη αυτήν την διαδρομή από το ντεπόζιτο (δηλαδή πιο πίσω και χαμηλότερα) στην μηχανική αντλία το καύσιμο?
Εδώ υπεύθυνο είναι το λεγόμενο κύκλωμα «χαμηλής πίεσης» τροφοδοσίας πετρελαίου, μαέστρος του οποίου είναι ακριβώς αυτή η μικρότερη -και αδύναμη για να πάρει όλο το βάρος μόνη της- αντλία που αναφέραμε πιο πάνω, η ηλεκτρική δίπλα / πάνω / μέσα στο ντεπόζιτο. Δουλειά της είναι να σπρώχνει το καύσιμο στην είσοδο της κύριας μηχανικής αντλίας μπροστά, έτσι ώστε όταν η δεύτερη το παραλαμβάνει για να του ανεβάσει την πίεση (πολύ) περαιτέρω, αυτή να έχει να ξεκινήσει την δουλειά από μία συμπαθητική αρχική πίεση και όχι από το «μηδέν». Ουσιαστικά δηλαδή, και σε σχέση με την κύρια μηχανική αντλία πετρελαίου, η «βοηθητική» του κυκλώματος χαμηλής πίεσης αποτελεί έναν κυκλοφορητή που πρέπει να υπερνικήσει τις συνολικές ρευστομηχναικές απώλειες της ροής στο κομμάτι του κυκλώματος τροφοδοσίας από το ρεζερβουάρ μέχρι την είσοδο της μηχανικής αντλίας.
Η βοηθητική αντλία αφενός δεν είναι πάντα ηλεκτρική και αφετέρου πίσω στο ντεπόζιτο: σε πολλες εφαρμογές είναι και αυτή εμπρός στον κινητήρα, σε ένα κοινό σώμα με την κύρια αντλία και απλά «τραβάει» το καύσιμο από το ντεπόζιτο μέχρι το στόμιο εισόδου της κύριας. Σε αυτή τη διάταξη μιλάμε δηλαδή για μηχανικού τύπου αντλίες και για την κύρια και για την βοηθητική, αφού και οι δύο από τον εκκεντροφόρο / στρόφαλο παίρνουν κίνηση. Η βοηθητική μηχανικού τύπου αντλία χαμηλής πίεσης λειτουργεί με εμβολάκι και διάφραγμα που παλινδρομεί μέσω ελατηρίου επαναφοράς. Πιο εξελιγμένες θεωρούνται οι αντλίες με διπλό διάφραγμα (βλ. δυνατότητα μεγαλύτερης πίεσης, αλλά και αξιοπιστίας). Πολλές διατάξεις diesel διαθέτουν ταυτόχρονα και τους δύο τύπους βοηθητικών (ή «προτροφοδοσίας» όπως συχνά απαντώνται στην βιβλιογραφία) αντλιών, δηλαδή το κύκλωμα τροφοδοσίας έχει συνολικά τρεις αντλίες: την ηλεκτρική βοηθητική στο ντεπόζιτο, την μηχανική βοηθητική εμπρός, πρόσωπο με την κύρια και φυσικά την κύρια. Σε αυτήν την triplex διάταξη, οι δύο βοηθητικές μοιράζονται την άνοδο της πίεσης στο κύκλωμα χαμηλής.
Και με τον καθαρισμό του πετρελαίου από τη γνωστή στερεά μούργα σωματιδίων, τι γίνεται? Φίλτρο πετρελαίου είναι το όνομα μου και δουλειά μου είναι να σας προστατέψω από πρατηριούχους ελευθέρων ηθών και βυτία αμφιλεγόμενης υγιεινής. Στην κλασική διάταξη, με την κύρια και βοηθητική «σιαμαίες», μεταξύ των δύο αντλιών είναι που παρεμβάλλεται συνήθως το (κύριο) φίλτρο του πετρελαίου. Αυτό δεν διαφέρει ιδιαίτερα από ένα αντίστοιχο βενζινοκινητήρα (αν και τα τελευταία χρόνια έχουν παρουσιαστεί και βαρβάτα «ενεργά» φίλτρα πετρελαίου με έμφαση στην κατακράτηση νερού και με κλειστό βρόγχο ελέγχου τους, θα τα δούμε σε επόμενη συνέχεια, όταν θα δούμε τις πλεόν πρόσφατες εξελίξεις στους diesel). Υπάρχουν συγκεκριμένες νόρμες (και ISO) για την κατακράτηση σωματιδίων που μπορεί να ξεκινάνε από προαπαιτούμενο ποσοστό κατακράτησης της τάξεως του 85%, ποσοστό το οποίο μπορεί να φτάσει και το 99% στα πιο αυστηρά του, ενώ για την κατακράτηση νερού τα ποσοστά παίζουν χαλαρά στο 90-95%. Ανάλογα με την φορά της ροής του πετρελαίου μέσα τους, τα φίλτρα πετρελαίου τώρα μπορούν να χωριστούν σε «καθέτου ροής» (ανοδικά ή καθοδικά) ή στα πιο συνηθισμένα «cross flow» φίλτρα (έξοδος του καυσίμου απέναντι από την είσοδο). Μιλήσαμε αμέσως πριν για το «κύριο» φίλτρο πετρελαίου, άρα ήδη υποπτεύεται κανείς πως, όπως και στην περίπτωση των αντλιών, υπάρχει και «βοηθητικό» ή «προκαταρκτικό». Αυτό είναι μικρότερο φίλτρο από το κύριο και βρίσκεται είτε αμέσως μετά το ρεζερβουάρ (αν δεν υπάρχει επιπλέον ηλεκτρική βοηθητική στο ντεπόζιτο), είτε μέσα στο ντεπόζιτο, στην αναρρόφηση της ηλεκτρικής αντλίας (στη περίπτωση που αυτή υφίσταται), αλλά σε κάθε περίπτωση πριν τις δύο αντλίες του μηχανοστασίου: έχει καθαρά επικουρικό ρόλο, κατακρατώντας μόνο μεγάλες σχετικά σταγόνες νερού και κόκκους σωματιδίων μεγάλης διαμέτρου.
Ήδη έχουμε αναφέρει την ύπαρξη νερού στο πετρέλαιο δύο φορές σήμερα ως «κακό» και όχι τυχαία: η παρουσία νερού / υδάτινου διαλύματος στο πετρέλαιο, λόγω των μεγάλων πιέσεων που αναπτύσσονται στη γραμμή τροφοδοσίας, μπορεί να αποβεί καταστροφική στέλνοντας στον αγύριστο τις αντλίες και τα μπεκ. Ένα βασικό λειτουργικό χαρακτηριστικό των μηχανικών αντλιών βενζίνης είναι η μεταβλητή παροχή τους ανάλογα με το ρυθμό περιστροφής τους, κάτι που ταιριάζει απόλυτα με τα γενικά χαρακτηριστικά λειτουργίας του πετρελαιοκινητήρα που είδαμε αναλυτικά σε όλες τις προηγούμενες συνέχειες. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου της ποσότητας που μπορεί να παρέχει η αντλία σε σχέση με τις απαιτούμενες κάθε φορά ανάγκες του κινητήρα. Πριν περάσουμε -τον επόμενο μήνα- στα πλέον σύγχρονα common rail συστήματα, που όλο και περισσότερο ακούτε τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει οπωσδήποτε να δούμε πρώτα τα συστήματα τροφοδοσίας υψηλής πίεσης «με αντλία σε σειρά» συνδεδεμένη στο κύκλωμα, διάταξη που όχι μόνο κυριάρχησε στους diesel για δεκαετίες, αλλά χρησιμοποιείται ακόμη σε πιο low end εφαρμογές.
Κάν’ το σειριακά: μηχανικές αντλίες σε σειρά
Παραδοσιακά ο πιο κοινός τύπος αντλίας πετρελαίου είναι (αν και σε λίγα χρόνια θα λέμε «ήταν») οι «μηχανικές σε σειρά» (κλασικοί κατασκευαστές του είδους είναι η Bosch και η Lucas). Όπως ίσως ήδη καταλάβατε από την ονομασία τους, έχουν ένα βασικό μειονέκτημα: κάθε κύλινδρος του κινητήρα (και εδώ γενικώς δεν μιλάμε για μονοκύλινδρα μοτέρ!) απαιτεί την δικιά του ξεχωριστή αντλία, δηλαδή πρέπει να διαθέτουμε π.χ. τέσσερα τέτοια υποσυστήματα για ένα τετρακύλινδρο μοτέρ. Βασική ιδέα πίσω από την διάταξη, είναι πως κάθε μπεκ να τροφοδοτείται από τη δική του γραμμή καυσίμου και επομένως και με την ανά πάσα στιγμή κατάλληλη πίεση στο καθένα (πείτε το “uncommon rail” για την ώρα, αν σας βολεύει!). Φαινομενικά η λειτουργία μιας τέτοιας αντλίας είναι απλή, αλλά τα φαινόμενα απατούν: πρόκειται για έναν υδραυλικό κύλινδρο με έμβολο που παλινδρομεί μέσα-έξω, ακολουθώντας το περίγραμμα της περιφέρειας ενός έκκεντρου συγκεκριμένων για κάθε εφαρμογή γεωμετρικών χαρακτηριστικών. Και ενώ η σταθερή αυτή διαδρομή του εμβόλου στο εσωτερικό της αντλίας δεν αλλάζει, η παροχή καυσίμου μπορεί να μεταβάλλεται εξαιτίας της ειδικής διαμόρφωσης του εν λόγω εμβόλου το οποίο διαθέτει εγκοπές, ώστε κατά την προς τα πάνω κίνησή του να αποκαλύπτει μία θυρίδα εξαγωγής από όπου και αποβάλλεται το επιπλέον καύσιμο. Οι εγκοπές αυτές έχουν ελικοειδή χάραξη και όχι γραμμική, κάτι που σημαίνει πως καθώς περιστρέφεται το έμβολο γύρω από τον άξονά του κατά μερικές μοίρες, κάθε φορά θα αποκαλύπτεται η προαναφερθείσα θυρίδα εξαγωγής του πλεονάζοντος καυσίμου σε διαφορετικό σημείο της διαδρομής του. Για να το πούμε πιο απλά, ακόμα και αν μιλάμε για ίδιες στροφές περιστροφής του κινητήρα, η παροχή και η πίεση του καυσίμου που οδηγείται στο μπεκ μπορεί να διαφέρει. Όπως αναφέραμε πεταχτά και πιο πάνω, αυτό είναι όχι μόνο επιθυμητό σε έναν diesel, αλλά και απαραίτητο, αφού για ένα συγκεκριμένο ρυθμό περιστροφής οι ανάγκες σε καύσιμο δεν είναι πάντα ίδιες αλλά εξαρτώνται από το φορτίο του κινητήρα (πρακτικά από το πόσο πατάμε το πεντάλ του γκαζιού, αφού θυμίζουμε πως ασχέτως της απουσίας πεταλούδας στην εισαγωγή, το φορτίο ερμηνεύεται σε παροχή καυσίμου). Π.χ. ενώ με 3000rpm και τρίτη σχέση στο κιβώτιο, σε επίπεδο δρόμο, απλά θα πατάτε λίγο το γκάζι για να διατηρήσετε ταχύτητα 75km/h, σε ανηφορικό δρόμο θα χρειαστεί να πατάτε το δεξί πεντάλ παραπάνω για να μπορέσετε να διατηρήσετε τα ίδια χιλιόμετρα. Σε αυτά τα δύο σενάρια λοιπόν, παρά τις ίδιες στροφές στον κινητήρα, οι ανάγκες του σε καύσιμο δεν είναι οι ίδιες.
Αν πάτε τη σκέψη σας ένα βήμα παραπέρα, θα συνειδητοποιήσετε πως αυτός ο τύπος αντλίας πετρελαίου φέρνει πολύ σε τρόπο λειτουργίας στον ίδιο τον κινητήρα: έχουμε έμβολο, το οποίο ανεβοκατεβαίνει αναπτύσσοντας πίεση όπως ακριβώς και το έμβολο στο θάλαμο καύσης. Καθώς οι στροφές του κινητήρα ανεβαίνουν (και μαζί τους και οι ανάγκες σε καύσιμο όπως είδαμε), το έμβολο της αντλίας κινείται όλο και γρηγορότερα ώστε να παρέχει πίεση για τους απαραίτητους και όλο και συχνότερους πλέον χρονικά ψεκασμούς του μπεκ. Καθώς όμως ο διαθέσιμος χρόνος για ψεκασμό ολοένα και μειώνεται με την άνοδο των στροφών (βλ. Part I), ακόμα και αν το έμβολο της αντλίας είναι γεωμετρικά σε θέση που εξασφαλίζει μέγιστη παροχή μέσω των σχετικών θυρίδων, από κάποιο σημείο και μετά εξαντλούνται οι ρευστομηχανικές ικανότητες της αντλίας και από εκεί και πάνω ο κινητήρας δεν μπορεί να αποδώσει. Και τι θα γίνει αν κλείσει η γραμμή επιστροφής από την κατάλληλη θέση του εμβόλου της αντλίας? Η δημιουργούμενη αύξηση της πίεσης μπορεί να έχει ως συνέπεια διαρροή και στη χειρότερη περίπτωση το «αλητήριο» αυτό καύσιμο που διέρευσε βολτάρει στο χώρο του κινητήρα, (βλ. χοντρό πρόβλημα λόγω κινδύνου ανάφλεξης στο μηχανοστάσιο). Αλλά ακόμα κι αν η διαρροή περιοριστεί στο εσωτερικό της αντλίας, τότε λογικό είναι να χάνεται ο ακριβής έλεγχος της ποσότητας του καυσίμου που ψεκάζεται στον κύλινδρο: αυτό επιφέρει ένα κάρο πιθανά σενάρια δυσλειτουργίας, από απώλεια ισχύος μέχρι αδυναμία αυτανάφλεξης του μίγματος. Η εν λόγω διατάξη αντλιών έχει και άλλα μειονεκτήματα, εκτός αυτών που μόλις περιγράψαμε, αλλά και της απαίτησης ξεχωριστής αντλίας σε κάθε μπεκ: μη αμελητέα είναι και η καταπόνηση του εκκεντροφόρου που, εκτός από τις βαλβίδες που ήδη ενεργοποιεί, καλείται επιπλέον να κινεί και τα έμβολα των επιμέρους αντλιών. Αθροιστικά τα κινούμενα μηχανικά μέρη είναι μπόλικα, οπότε αναπτύσσονται ανάλογες αδρανειακές δυνάμεις που συνεπάγονται απώλεια ενέργειας μέσω τριβών. Ο όγκος της όλης διάταξης επίσης δεν είναι μικρός και καταλαμβάνει γενναίο μέρος του μηχανοστασίου.
Αντλία ala ντιστριμπιτέρ...
...ή αλλιώς ας μιλήσουμε για τις «περιστροφικές αντλίες πετρελαίου». Το πρώτο και κύριο πλεονέκτημα τους είναι ότι απαιτείται μόνο μία τέτοια σε κάθε πολυκύλινδρο μοτέρ diesel, γι’ αυτό και ονομάζονται άλλωστε «αντλίες-διανομείς» («distributor pumps»): η αρχή λειτουργίας τους βασίζεται στην περιστροφική κίνηση ενός κεντρικού στελέχους, όπου κατά την περιστροφή του εν λόγω στελέχους δυο κινητά έμβολα εκτελούν παλινδρομική κίνηση καθώς βρίσκονται σε επαφή με το εσωτερικό μέρος του κελύφους, που έχει ανάγλυφο σχήμα με λοβούς. Και σε αυτήν την κατηγορία η κίνηση μεταδίδεται μηχανικά από τον εκκεντροφόρο, με το καύσιμο να διοχετεύεται στα μπεκ από τις κατάλληλες οπές που βρίσκονται στο κέλυφος της αντλίας. Φυσικά, εφόσον εδώ έχουμε να κάνουμε με μια και μόνο αντλία για όλα τα μπεκ, οι οπές διαφυγής του πετρελαίου στο κέλυφος τις αντλίας είναι περισσότερες από μια και ίσες στον αριθμό με το πλήθος των μπεκ. Το επιπλέον πλεονέκτημα αυτών των αντλιών είναι το μικρό τους κόστος συγκριτικά με το αντίστοιχο αθροιστικό κόστος της διάταξης αντλιών σε σειρά που αναφέρθηκε προηγουμένως, ενώ σε αντίθεση με τις τελευταίες καταλαμβάνουν αναλογικά πολύ μικρότερο όγκο και είναι απλούστερες στην κατασκευή. Επίσης, τα κινούμενα μηχανικά μέρη είναι λιγότερα συνολικά και λόγω περιστροφής δεν αναπτύσσονται τόσο μεγάλες αδρανειακές δυνάμεις. Όλα ανθηρά και ρόδινα λοιπόν με αυτή τη κατηγορία αντλίων πετρελαίου? Όχι βέβαια, αυτό δεν ισχύει ποτέ και πουθενά! Ένα μεγάλο τους μειονέκτημα είναι ότι δεν μπορούν να αναπτύξουν μεγάλες πιέσεις χωρίς να υπάρξουν προβλήματα διαρροών και τέτοιου τύπου αντλίες πρωτοχρησιμοποιήθηκαν σε πετρελαιοκινητήρες άμεσου ψεκασμού μόλις κάποια χρόνια πριν, όταν βελτιώθηκε η αξιοπιστία τους σε λειτουργία υπό πιο υψηλές πιέσεις.
Επόμενη διαδρομή: από την αντλία στο μπεκ
Όσο παντοδύναμη και να είναι μία αντλία πετρελαίου απο πλευράς χαρακτηριστικών πίεσης και παροχής, από μόνη της δεν αρκεί για να καλύψει όλα τα τερτίπια και τα πιθανά προβλήματα που αντιμετωπίζουν γενικώς οι πετρελαιοκινητήρες και που είδαμε διεξοδικά τους προηγούμενους μήνες. Εξίσου σημαντικά είναι και όλα τα επιμέρους στοιχεία του κυκλώματος που παρεμβάλλονται μεταξύ της (όποιας) αντλίας και των μπεκ ψεκασμού, αφού η γραμμή τροφοδοσίας («rail») του κάθε κυλίνδρου θα πρέπει να εξασφαλίζει συνεχή τροφοδοσία κατά τα προβλεπόμενα χωρίς αυξομειώσεις στην παροχή ή την πίεση, που θα έθεταν την λειτουργία όλου του μοτέρ σε καθεστώς αβεβαιότητας. Σε ένα τυπικό τετράχρονο (όπως θα δούμε σε ειδικό παράρτημα αργότερα υπάρχουν και δίχρονοι, και μάλιστα τέτοιοι είναι κατά βάση η πελώριοι ναυτικοί!) κινητήρα diesel, η αντλία πετρελαίου κινείται με τη μισή ταχύτητα περιστροφής του κινητήρα, αφού γενικώς η κίνηση μεταδίδεται από τον εκκεντροφόρο. Έλα όμως που σε κάθε περίπτωση και όπως λογικά θα περίμενε κανείς, η κίνησή της πρέπει να είναι συνεχής, χωρίς αλλαγές στην ταχύτητά της ανεξάρτητα από τις όποιες διακυμάνσεις στη ροπή του κινητήρα κατά την κίνηση σε πραγματικές συνθήκες. Με άλλα λόγια είναι απολύτως επιθυμητή μια όσο το δυνατόν πιο σταθερή λειτουργία της αντλίας μας, πάντα με ομαλές μεταβολές κατά την αυξομείωση των στροφών. Δεν είναι τυχαίο πως για να μην υπάρχει περίπτωση να αλλοιωθεί η σχέση μετάδοσης, ο μηχανισμός που δίνει την κίνηση στην αντλία αποτελείται συνήθως είτε από γρανάζια, είτε από οδοντωτή αλυσίδα. Μπορεί να συναντήσετε και οδοντωτούς ιμάντες, αλλά τότε οπωσδήποτε θα είναι ιδιαίτερα μεγάλου πάχους και αντοχής με ισχυρό μηχανισμό τάνυσης.
Αλλά ας πάμε και στη ρευστομηχανική και θερμοδυναμική του πετρελαίου καθαυτού, όταν βρίσκεται μέσα στη γραμμή τροφοδοσίας από την αντλία προς το μπεκ υπό τις «τρομακτικές» τιμές πιέσεων που έχουμε αναφέρει. Η πρακτική φυσική μας λέει πως μεταξύ των ρευστών, υγρά και αέρια, τα πρώτα είναι ασυμπίεστα (δεν μεταβάλλεται ο ογκός τους υπό πίεση) ενώ τα δεύτερα συμπιεστά. Σωστά? Αν μιλάμε για ανθρώπινες πιέσεις (π.χ. στους τυπικούς βενζινοκινητηρες έμμεσου ψεκασμού), πρακτικά ναι. Αλλά επειδή εδώ στα diesel μόνο με ανθρώπινες πιέσεις δεν έχουμε να κάνουμε, τα πράγματα αλλάζουν. Μια αύξηση της πίεσης π.χ. της τάξης των 180bar προκαλεί μείωση 1% του πετρελαίου κατ’ όγκο, τιμή διόλου ευκαταφρόνητη ποσοτικά, ενώ από την άλλη μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 10 βαθμούς αυξάνει τον όγκο του πετρελαίου κατά επίσης 1%, γεγονός ανεπιθύμητο. Η συμπεριφορές αυτές του πετρελαίου στην μεταβολή του όγκου στην πράξη δεν είναι αυτές οι οποίες μας απασχολούν περισσότερο: το μεγαλύτερο πρόβλημα προέρχεται από τις υψηλές πιέσεις μεν, αλλά δεν έχει να κάνει τόσο με τον όγκο, όσο με τα κύματα (συντονισμός παλμών) πίεσης που δημιουργούνται μέσα στον αγωγό τροφοδοσίας από την αντλία μέχρι τα μπεκ και τα οποία ταξιδεύουν με την ταχύτητα του ήχου στο δεδομένο μέσο (για περισσότερα για την φυσική πίσω από αυτό σας παραπέμπω σε παλαιότερο Know How περι εισαγωγής). Μπορεί έτσι κατά μήκος του αγωγού να δημιουργηθεί αισθητή διαφορά πίεσης, πράγμα που επηρεάζει άμεσα και την ακρίβεια του χρόνου ψεκασμού και το σωστό timing του. Τα κύματα που δημιουργούνται μέσα στον αγωγό τροφοδοσίας μετά την αντλία μπορεί να ανακλαστούν στο μπεκ αν είναι κλειστό, ή αν είναι ανοιχτό να επηρεάσουν τη παροχή του, αφού το καύσιμο θα ψεκάζεται με διαφορετική πίεση. Δεδομένου πως ο ψεκασμός διαρκεί μερικά milliseconds, ακόμα κι έτσι τα εν λόγω κύματα έχουν τον χρόνο για να ανακλαστούν μέσα στον αγωγό και να ταξιδέψουν κατά μήκος του πέρα δώθε πολλάκις. Η εκάστοτε μοριακή συνεκτικότητα της μάζας του καυσίμου εξομαλύνει λίγο αυτές τις διακυμάνσεις της πίεσης, αλλά και πάλι τοπικά η πίεση μέσα στο κάθε rail μπορεί να ξεπεράσει πολύ την ονομαστική πίεση λειτουργίας του συστήματος, ενώ το ίδιο μπορεί να συμβεί και με την διάρκεια του ψεκασμού. Φυσικά η λειτουργία υπό αυτό το καθεστώς παρατεταμένα έχει αρνητικές συνέπειες όπως η υψηλή κατανάλωση καυσίμου, η εμφάνιση του γνωστού στα πετρέλαια μαύρου καπνού και μακροπρόθεσμα ο σχηματισμός επικαθίσεων σωματιδίων άνθρακα στις πολύ ντελικάτες οπές του μπεκ.
Και τι μπορούμε να κάνουμε για όλα αυτά?
Όλα τα παραπάνω «θεματάκια» τα γνώριζαν ανέκαθεν καλά οι κατασκευαστές, αλλά με τις παραδοσιακές τεχνολογικές λύσεις κατάφεραν να τα περιορίσουν, η εξάλειψη τους ήταν άλλη υπόθεση, δυσκολότερη. Για παράδειγμα, υπάρχει το δεδομένο πως πάντα κατά τη ροή του καυσίμου παρατηρείται μια υστέρηση, ένα “lag καυσίμου”. Για να αντιμετωπιστεί αυτό και προκειμένου να έχουμε ορθή καύση σε όλους τους κυλίνδρους, κοιτάμε όλοι οι αγωγοί που καταλήγουν στα μπεκ να έχουν το ίδιο μήκος: το lag έτσι θα υπάρχει σε όλους τους κυλίνδρους και είναι ευκολότερο να ληφθεί υπόψη “ολικά” από ότι ξεχωριστά για κάθε κύλινδρο / αγωγό. Ωστόσο, με τις αυξομειώσεις της πίεσης που αναφέραμε η λύση, δεν είναι εύκολη και αναγκαστικά δύο δρόμοι υπάρχουν μόνο. Ο πρώτος είναι να μειώσουμε την πίεση, κίνηση κόντρα σε κάθε έννοια βελτίωσης της καύσης και της ανάφλεξης για τους λόγους που είδαμε αναλυτικά στις προηγούμενες συνέχειες και αφορούν τον διασκορπισμό του καυσίμου σε μικρά σταγονίδια, επομένως απορρίπτεται ο κύριος. Η δεύτερη λύση είναι να μειώσουμε το μήκος των αγωγών, κίνηση που έχει καλύτερο αποτέλεσμα και αυτός είναι βασικός λόγος που οι περισσότερες αντλίες πετρελαίου στην αυτοκινητοβιομηχανία είναι της μορφής υδραυλικού κυλίνδρου που είδαμε δίπλα στα μπεκ και όχι περιστροφικές. Φυσικά οι κατασκευαστές δεν περιορίστηκαν στις παραπάνω λύσεις, αφού το να μικρύνει το μήκος των γραμμών τροφοδοσίας δεν είναι ότι ευκολότερο χωροταξικά, ενώ το ιδανικό, αν τελικά μειωνόταν η πίεση στο κύκλωμα τροφοδοσίας, ήταν να μη χαθεί η ικανότητα “λεπτού” διασκορπισμού του μίγματος.
Να δεις τι σου ΄χω για μετά
Σε όλα αυτά τα παραπάνω μικρότερα ή μεγαλύτερα θέματα, ή τέλος πάντων στην αιώνια ανάγκη για ακόμα αποδοτικότερο σύστημα τροφοδοσίας, η απάντηση που δόθηκε από τους κατασκευαστές ακούει στο όνομα «common rail». Στην προηγούμενη δεκαετία έγινε το μεγάλο μπαμ με αυτά τα συστήματα διαχείρισης του πετρελαίου και, ως συνήθως, η ανάπτυξη της ηλεκτρονικής ήταν αυτή που προσέφερε τη δυνατότητα να ελέγχεται με τρομερή ακρίβεια ο ψεκασμός και κατ΄ επέκταση η καύση του πετρελαίου, χωρίς να υπάρχουν προβλήματα από την πολύ υψηλή πίεση.
Πέραν των common rail, επί των diesel έχουμε να πούμε πολλά και για τα μπεκ αλλά και για την διαχείριση της εξαγωγής και των εκπομπών της, τομέας που τα τελευταία χρόνια με τα Euro 5 και πολύ σύντομα με τα Euro 6 συστήματα, έχει πολύ ψωμί. Είτε με βενζίνη, είτε με πετρέλαιο.
Αρθρογράφος
Δοκιμές Αυτοκινήτου CarTest.gr
Το 2019 η Fiat Chrysler Automobiles διέθεσε στην Ευρωπαϊκή αγορά 946.600 οχήματα επιτυγχάνοντας μερίδιο αγορά της τάξης του 6.0%.