ΜΠΟΥΖΙ PART I

ΜΠΟΥΖΙ PART I

Μπουμ!

Η βασική θερμοδυναμική λειτουργία του κινητήρα εσωτερικής καύσης, κατά την οποία η χημική ενέργεια του καυσίμου μετατρέπεται σε κινητική ενέργεια του εμβόλου και στη συνέχεια του στροφάλου, δεν είναι και πυρηνική επιστήμη που δεν μπορεί να κατανοήσει η θεία σας η Μαρίνα: πετάμε μέσα περισσότερο ή λιγότερο βρωμερό υγρό που τραβήξαμε από τα έγκατα της γης, φροντίζουμε να υπάρχει και ο απαραίτητος αέρας με οξυγόνο, σαν αυτό που ρουφάτε αυτή τη στιγμή διαβάζοντας Power και ....μπουμ. Πολλά, συνεχόμενα, μπουμ. Αν το βρωμερό υγρό έχει πάρει το όνομα του από κάποιον Γερμανό ονόματι Rudolf  Diesel, τότε το μπουμ γίνεται από μόνο του (σχεδόν) χωρίς «εξωτερική» βοήθεια, ενώ αν το (λιγότερο βρωμερό) υγρό είναι περισσότερο «ευγενές» καύσιμο, όπως π.χ. βενζίνη, κάποια αλκοόλη, CNG/LPG, υδρογόνο ή νιτρομεθάνιο, τότε για να γίνει το μπουμ μέσα στον κύλινδρο απαιτείται κάποια διάταξη που να παράγει σπινθήρα, ο οποίος θα αποτελεί το μέσο «πυροδότησης» του καύσιμου μείγματός. Χωρίς σωστή πυροδότηση δεν έχει μπουμ, το καύσιμο φεύγει προς την εξάτμιση όπως μπήκε, άρα δεν έχει κίνηση, άρα δεν πάει χορό το παλιό μου παλτό. Η ανάφλεξη του μείγματος σε έναν δίχρονο ή τετράχρονο κινητήρα που απαιτεί σπινθήρα για τη λειτουργία του είναι δουλειά ενός ολόκληρου υποσυστήματος του ηλεκτρικού συστήματος του αυτοκινήτου, του «συστήματος ανάφλεξης»: το μπουζί είναι συνδεσμολογικά ο τελικός κρίκος αυτού συστήματος και όντας τέτοιος είναι και ο «εκφραστής» της καλής ή κακής λειτουργίας όλης της αλυσίδας της ανάφλεξης. Όσο καλή ανάφλεξη κι αν έχουμε, αν το μπουζί αποτελέσει τον αδύναμο κρίκο, πάπαλα, στράφι οι DIS πολλαπλασιαστές ή τα τρομερά μπουζοκαλώδια, στράφι τα πανάκριβα aftermarket ενισχυτικά modules ανάφλεξης, στράφι τα ενισχυμένα δυναμό, στράφι και οι ώρες για τη ρύθμιση των χαρτών ανάφλεξης της ECU. Συν τοις άλλοις και όπως θα δούμε σε μεταγενέστερη φάση, το απλό αυτό εξάρτημα μπορεί να μας «πει» με το νι και με το σίγμα κατά πόσο είναι υγείες ή άρρωστο ολόκληρο το μοτέρ εσωτερικά, χωρίς καν να χρειαστεί να λύσουμε μπουζόνι κεφαλής, γελώντας κανονικά ακόμα και στα μούτρα και των πιο ακριβών ενδοσκοπίων.

Στην σειρά αυτή των Know How δεν θα πιάσουμε καθόλου κομμάτια του συστήματος ανάφλεξης πριν το μπουζί, αυτό έχει γίνει κατά το παρελθόν σε αντίστοιχες σειρές περί ηλεκτρονικής διαχείρισης του κινητήρα, είτε σε αναφορές σε παλιότερης γενιάς συστήματα πλατινών κτλ. Μέσα σε  αυτή τη σειρά λοιπόν, θα πέσουμε με τα μούτρα και θα εξειδικεύσουμε αποκλειστικά και μόνο στο μπουζί, τίποτα άλλο: θα υποθέτουμε ανά πάσα στιγμή πως όλο το υπόλοιπο σύστημα ανάφλεξης δουλεύει ρολόι και πως παραδίδει την απαραίτητη ηλεκτρική ενέργεια στην είσοδο του μπουζί. Αυτό, από εκεί και μετά, ας την πάρει να την διαχειρισθεί κατά βούληση.

Έχουν ακούσει τόσα τα κακόμοιρα τα μπουζί από τους αυτοκινητόφιλους, που κατά καιρούς θελουν να προσάπτουν κάθε λογής πιθανό πρόβλημα του κινητήρα πάνω τους («πω πω έφυγε κομμάτι από την πορσελάνη, έπεσε μέσα και έγινε όλο το μοτέρ  @$% &*» θα πει σίγουρος ο «ατυχής» κατήγορος, αντί να αρπάξει το προγραμματιστή του που επέτρεψε στα πυράκια να κάνουν πάρτυ), που νομίζω ότι αξίζουν μία καλή εξιλέωση, ώστε να εξαφανιστούν οι «φήμες» και να αναδειχτεί αυτός ο αφανής ήρωας της ιπποδύναμης. Ελέγξτε ότι το αλεξικέραυνο στην κολώνα της ΔΕΗ έξω από το σπίτι σας υπάρχει κανονικά (όπως και τα χάλκινα καλώδια του προαστιακού, συνηθίζουν και αυτά να πέφτουν θύματα κλοπής από, περισσότερο ή λιγότερο σκούρους, συμπολίτες μας προς μεταπώληση...), ελέγξτε ότι τα παπούτσια σας διαθέτουν λαστιχένιες σόλες και πως δεν ακουμπάτε σε μεταλλικές γειωμένες επιφάνειες και πάμε να κυνηγήσουμε αληθινούς, βαρβάτους και ασταμάτητους κεραυνούς.

Το σπινθηροβόλο βλέμμα μέσα στα 30.000V, 100barκαι 1000oC

To μπουζί (από το γαλλικό «Bougie d'allumage» όπως θα σας έλεγε και αυτό το, άκρως ερωτικό, αγόρι, ο Φονσό, ελληνιστί «αναφλεκτήρας» ή «σπινθηριστής» στην ντόπια μας βιβλιογραφία), υπόκειται σε απίστευτες καταπονήσεις, τόσο ως προς την ένταση τους, όσο και ως προς την ποικιλία τους. Το πιο σημαντικό κομμάτι του μπουζί βρίσκεται μόνιμα μέσα στο θάλαμο καύσης, με άλλα λόγια σε μία ατμόσφαιρα που η κόλαση μπροστά της μοιάζει εξωτικό νησί: συνεχώς μεταβαλλόμενες πιέσεις που φτάνουν ή ξεπερνάνε τα 100bar, θερμοκρασίες 1000+oC και χημικά πρόσθετα καυσίμου και λιπαντικού που αρκούν για να τσακίσουν μέταλλα γρηγορότερα και από το πιο ισχυρό διαβρωτικό. Μέσα σε όλα αυτά τα όμορφα, το μπουζί πρέπει να διαχειρισθεί στις άκρες του (τα «ηλεκτρόδια» που θα δούμε αναλυτικά πιο κάτω) τα 30.000+Vπου καταλήγουν πάνω του από το δευτερεύων πηνίο του πολλαπλασιαστή τάσης της ανάφλεξης και να κάνει έναν αποδοτικό, σταθερό και αρκούντως δυνατό, σπινθήρα που με τη σειρά του θα πρέπει να έχει τέτοια χαρακτηριστικά, ώστε να γεννηθεί ένας θερμοδυναμικά άριστος πυρήνας μετώπου φλόγας. Η λέξη-κλειδί είναι «σπινθήρας» και ας πάμε να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει. Καταφεύγοντας στα βασικά του ηλεκτρισμού, για να υπάρξει ροή ηλεκτρονίων μεταξύ δύο σημείων του κυκλώματος, πρέπει αφενός να υπάρχει διαφορά δυναμικού (τάση) μεταξύ τους και αφετέρου το κύκλωμα να είναι κλειστό, δηλαδή να συνδέονται αυτά τα δύο σημεία με ηλεκτρικά αγώγιμο υλικό. Τα ηλεκτρόνια, την στιγμή που προς τον πολλαπλασιαστή το κύκλωμα είναι ανοιχτό, διατρέχουν το μπουζί κατά μήκος του (αγώγιμου) εσωτερικού του, μέχρι που τρώνε πόρτα: το αγώγιμο ηλεκτρόδιο σταματάει και μετά ξεκινάει το αέριο μείγμα ατμοσφαιρικού αέρα και σταγονιδίων καύσιμου μέσα στο θάλαμο καύσης. Γιατί τρώνε πόρτα? Γιατί ο αέρας έχει μεγάλη διηλεκτρική σταθερά, δηλαδή ουσιαστικά τεράστια ωμική αντίσταση, τόση που η ροή δεν μπορεί να συνεχιστεί παραπέρα, κόβεται εκεί. Μην έχοντας να πάνε πουθενά τα ηλεκτρόνια, εν είδει διάταξης πυκνωτή, μαζεύονται εκεί στην άκρη του ηλεκτροδίου και περιμένουν ενισχύσεις: περισσότερους φίλους τους ηλεκτρόνια να αποσταλούν από το πολλαπλασιαστή, μέχρι τελικά να μαζευτούν τόσα πολλά, ώστε να αναπτυχθεί μία διαφορά τάσης που μπορεί να ξεκινά από τα 10.000-15.000V και να πλησιάζει ή να ξεπερνάει τα 40.000V: η διαφορά αυτή δημιουργείται επειδή μετά από ένα μικρό διάκενο γεμισμένο με μείγμα αέρα και καυσίμου υπάρχει το άλλο κομμάτι του μπουζί (το ηλεκτρόδιο «γείωσης») που συνδέεται απευθείας με το σώμα της κεφαλής του κινητήρα, δηλαδή με γείωση (=μηδέν Volt δυναμικό). Από κάποιο σημείο και μετά λοιπόν, καθώς ανεβαίνει το βολτάζ ανάμεσα στις δύο πλευρές του διάκενου, το κάυσιμο μείγμα δεν έχει πλέον την ικανότητα να «κρατήσει» τα ηλεκτρόνια στην μία όχθη του μπουζί, η αντίσταση του «σπάει», καθώς τα μόρια του ιονίζονται (αποκτούν φορτίο) και δημιουργείται ένα μικρό ηλεκτρικό τόξο που αποτελεί τον «σπινθήρα» του μπουζί. Το μικρό αυτό τόξο επί τη γεννήσειτου παράγει τόσο φως (δημιουργείται «πλάσμα», δηλαδή ιονισμένο αέριο), όσο και ήχο: η πίεση και η θερμοκρασία τοπικά ανεβαίνει απότομα στο Θεό, αυτό οδηγεί σε απότομη διαστολή του παρακείμενου αέρα και έτσι έχουμε τη δημιουργία κυριολεκτικά μίας μικρής έκρηξης, κομπλέ με κανονικό υπερηχητικό κύμα («sonic boom», το χαρακτηριστικό μικρό «κρακ» που θα άκουγε κάποιος αν δούλευε το μπουζί εκτός κινητήρα). Με άλλα λόγια, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ένας (εντάξει, και δύο ενίοτε, αγαπητέ Twin Spark Alfisti) μικρός κεραυνός λαμβάνει χώρα μέσα στον κύλινδρο σε κάθε κύκλο λειτουργίας: η δημιουργία του ηλεκτρικού τόξου και του σπινθήρα είναι ίδια με αυτή ενός κεραυνού (τα δύο ηλεκτρόδια του μπουζί παίζουν το ρόλο σύννεφου-γης, με τα Volt στη δεύτερη περίπωση βέβαια να ανέρχονται σε 5-6 ΔΙΣεκατομμύρια!) ή εκείνων των αναπτήρων χωρίς περιστρεφόμενο τσακμάκι, αλλά με πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο και κουμπί on/off (βρείτε έναν αδειασμένο από αέριο, παρατηρήστε το πρασινόμπλε ηλεκτρικό τόξο που δεν έχει τίποτα να αναφλέξει και έχετε την πιο καθημερινή αναπαράσταση του τι συμβαίνει με το τόξο σπινθήρα ενός μπουζί).

Από την στιγμή τώρα που το ηλεκτρικό τόξο λάβει χώρα και εκφορτιστεί το συσσωρευμένο δυναμικό τάσης, τα ηλεκτρόνια ακολουθούν το δρόμο τους προς τη γείωση του μπουζί και μας αδειάζουν τη γωνία, περιμένοντας το επόμενο γκρουπ εμπρηστών. Ο συνολικός χρόνος της όλης διαδικασίας εκφόρτισης  είναι της τάξεως του 1 millisecond περίπου, αλλά η εν λόγω διαδικασία δεν είναι τελικά τόσο απλή και «μια κι έξω» όσο αρχικά φαίνεται: το μεγαλύτερο μέρος του «εγκλωβισμένου» βολτάζ του δευτερεύοντος πηνίου όντως εκφορτίζεται μαζικά, μέσω του κυρίως σπινθήρα του μπουζί, αλλά δεν τελειώνει εκεί η ιστορία. Λόγω φαινομένων αυτεπαγωγής στο πηνίο, το ρεύμα κάνει ορισμένες ηλεκτρικές «ταλαντώσεις» μπρος-πίσω, με αποτέλεσμα η συνολική εκφόρτιση να παίρνει λίγο παραπάνω, αφού δημιουργούνται «δευτερεύοντες σπινθήρες» μεγαλύτερης διάρκειας από τον πρώτο και κύριο σπινθήρα, αλλά πολύ μικρότερου βολτάζ (300V περίπου).  

Θα ανάψει ή θα σβήσει?

Με την αποφόρτιση αυτή λοιπόν της τάσης και τον συνεπαγόμενο σπινθήρα, όταν σε εκείνη την περιοχή υπάρχει καύσιμο μείγμα, πυροδοτείται χημική αντίδραση: τα μόρια υδρογονάνθρακα του μείγματος, χάρη στον απαραίτητο συνδυασμό θερμοκρασίας και πίεσης από την προαναφερθείσα έκρηξη του σπινθήρα, διεγείρονται,  παρουσία οξυγόνου λαμβάνει χώρα οξείδωση, η θερμότητα από την αρχική καύση επεκτείνεται σε γειτονικές περιοχές καύσιμου μείγματος και έτσι αρχίζει να δημιουργείται ο πρώτος πυρήνας της φλόγας. Η ομαλή διάδοση της φλόγας στα επόμενα χρονικά στάδια είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, μεταξύ των οποίων και κάποιοι άσχετοι με το μπουζί (όπως το σχήμα θαλάμου καύσης και της κορώνας εμβόλου, στροβιλισμοί ροής), αλλά όσον αφορά τις πρώτες αυτές κρίσιμες φάσεις της δημιουργίας του πυρήνα της φλόγας, το μπουζί παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Πιο συγκεκριμένα,  αν η σχετική θέση των δύο ηλεκτροδιών μεταξύ τους ή το μέγεθος/σχήμα τους καθαυτά (διάκενο και γεωμετρία ηλεκτροδίων αντίστοιχα, υπομονή και θα τα δούμε καλύτερα αργότερα) δεν παντρεύονται με την αρχιτεκτονική του συγκεκριμένου θαλάμου καύσης και τη σύσταση του μείγματος ως προς τα χαρακτηριστικά μετάδοσης της θερμότητας του αρχικού πυρήνα φλόγας, τότε υπάρχει ο εξής σοβαρός κίνδυνος: η μικρή αυτή αρχική θερμότητα να μην επεκταθεί περαιτέρω στο υπόλοιπο μείγμα ως όφειλε, αλλά αντ’ αυτού να απορροφηθεί από τα ίδια τα ηλεκτρόδια που παίζουν το ρόλο του «θερμικού εμποδίου» ανακόπτοντας τη πορεία της και καταλήγοντας σε ένα ωραιότατο misfire.

Από τι ακριβώς καθορίζεται όμως το ελάχιστο βολτάζ που απαιτείται να αναπτυχθεί στο μπουζί εκατέρωθεν του διακένου με μείγμα για να έχουμε σπινθήρα και επομένως ανάφλεξη? Μπορεί σε μία περίπτωση να πετύχουμε σπινθήρα με 15.000V και σε μία άλλη να μην το καταφέρουμε ούτε με 30.000V, οπότε καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για συνδυασμό παραγόντων: το μέγεθος και το σχήμα των ηλεκτροδίων καθώς και το διάκενο τους που προαναφέραμε, είναι ορισμένοι μόνο από αυτούς, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλοί άλλοι. Η θερμοκρασία και το υλικό κατασκευής των ηλεκτροδίων (θα ξεφτιλιστούν και αυτά δεόντως με τη σειρά τους, αλλά για την ώρα κρατήστε το εξής: όσο πιο υψηλή θερμοκρασία έχουν τα ηλεκτρόδια, τόσο πιο εύκολα θα γεννήσουν σπινθήρα) επίσης επηρεάζουν την απαιτούμενη τάση, αλλά ας φύγουμε από το ίδιο το μπουζί και ας περάσουμε και στις συνθήκες του θαλάμου καύσης: η σύσταση του μείγματος ως προς τον λόγο λάμδα του (όσο πιο φτωχό είναι το μείγμα τόσο περισσότερο βολτάζ θέλουμε για ανάφλεξη), η ταχύτητα και ο στροβιλισμός των ροών, τόσο του εισερχόμενου φρέσκου μείγματος, όσο και των καυσερίων από φαινόμενα backflow κατά τη φάση του overlap (περισσότερο ή λιγότερο επιθυμητή λειτουργία internal EGR), καθώς και η πυκνότητα (όσο αυτή αυξάνεται, τόσο ανεβαίνει το απαιτούμενο βολτάζ) και η θερμοκρασία των αερίων (όσο πιο κρύα, τόσο περισσότερο βολτάζ χρειάζεται), όλα αυτά παίζουν το δικό τους ξεχωριστό ρόλο στο μέγεθος της ηλεκτρικής ενέργειας που πρέπει να συσσωρεύσει το μπουζί, ώστε να δώσει το πολυπόθητο μπουμ.

Η πυκνότητα του μείγματος και τα χαρακτηριστικά των διάφορων ροών του θαλάμου καύση αποκτούν ιδιαίτερη σημασία ως παράμετροι του ελάχιστου βολτάζ όταν μιλάμε για μοντέρνους κινητήρες: αυτοί έχουν στη μόδα αφενός τις πανύψηλες δυναμικές συμπιέσεις στους κυλίνδρους τους (από θεόρατη στατική σχέση συμπίεσης λόγω π.χ. άμεσου ψεκασμού, πελώρια πίεση υπερπλήρωσης λόγω downsizing ή συνδυασμό και των δύο) και αφετέρου τις υπερπολύπλοκες τακτικές στροβιλισμού, είτε από τις διάφορες διατάξεις μεταβλητής πολλαπλής εισαγωγής και τους αυλούς της κεφαλής, είτε από τον ίδιο τον κύλινδρο και το έμβολο, όπως συμβαίνει στους άμεσου ψεκασμού.

Όχι και τόσο απλοϊκό όσο φαίνεται...

Το μπουζί μπορεί στη βασική του μορφή, όπως το ξέρουμε μέχρι σήμερα, να είναι εφεύρεση του 19ου αιώνα, όμως η μεγάλη εξέλιξη στη τεχνολογία του είναι εκεί που δεν το πιάνει το μάτι: στα υλικά και τις μεθόδους κατασκευής, το πρώτο έχει να κάνει κυρίως με την κατακόρυφη αύξηση της απόδοσης του και το δεύτερο με την – πάντα ευπρόσδεκτη - αξιοπιστία του. Το κάθε μπουζί κρύβει ουκ ολίγη έρευνα και εξέλιξη μέσα του, αλλά αυτό που συχνά μας κάνει και το ξεχνάμε είναι η σχετικά χαμηλή τιμή του ως ανταλλακτικό: με ρέστα παγωτού από 5εύρω ψωνίζεις ένα απλό Long life μπουζί και με 15-20 ευρώπουλα παίρνεις ένα από τα κορυφαία που υπόσχονται και αύξηση ισχύος, οπότε ανεβαίνει ακόμα περισσότερο το tuningvalue-for-money τους. Το γεγονός ότι έχουν καταφέρει οι κατασκευαστές των μπουζί (που συνολικά είναι σε αριθμό μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού αν τα βάλετε κάτω και αυτό δεν είναι τυχαίο, μιλάμε πάντα για πρωτογενείς κατασκευαστές και όχι οίκους που προμηθευόνται από τους κύριους κατασκευαστές, όπως π.χ. η HKS) να κρατήσουν τις τιμές εκεί που είναι, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις μεθόδους μαζικής τους παραγωγής: ψάξτε στο youtube βίντεο από γραμμή παραγωγής μπουζί να δείτε τι σας λέω, αξίζει (τα βγάζουν με ρυθμό pop corn από τις μηχανές). Πάμε όμως να δούμε ένα-ένα τα δομικά μέρη που απαρτίζουν ένα μπουζί:

-  Ο ακροδέκτης του αγωγού: Ο ακροδέκτης είναι το πιο «βόρειο» κομμάτι στη πάνω πλευρά του μπουζί (ΟΚ, το πιο «πλαϊνό» στους μπόξερ) και η πρώτη άκρη συνδεσμολογικά του αγώγιμου κεντρικού ηλεκτροδίου που διατρέχει εσωτερικά, κατά μήκος του, το μπουζί. Πάνω σε αυτό έρχεται και κουμπώνει η είσοδος υψηλής τάσης ανάλογα με τη διάταξη κάθε συστήματος, είτε μέσω των «φυτευτών» μπουζοκαλωδίων, είτε βιδωτά με παξιμάδι και αντίστοιχη διαμόρφωση του ακροδέκτη. Στις DIS αναφλέξεις, ως γνωστόν, σε κάθε μπουζί συνδέεται κατ’ ευθείαν έξοδος από ξεχωριστό δευτερεύον πηνίο υψηλής τάσης. Οι ιδιοκτήτες μοτοσυκλετών, αλυσοπρίονων, καρτ, κουρευτικών και άλλων λοιπών -κυρίως ολιγοκύλινδρων- μικρών κινητήρων, εδώ έρχονται και κουμπώνουν την -στην ορολογία τους- «πίπα του μπουζί» (το ακριανό βύσμα των μπουζοκαλωδίων, που κάνει γωνία 90 μοιρών για χωροταξικούς λόγους) και μάλιστα ακούω πως, για κάποιο λόγο, εκνευρίζονται πολύ  αν, για πλάκα από το προηγούμενο βράδυ, κάποιος έχει παίξει με τις πίπες τους...

Ο μονωτής: Πρόκειται για το λευκό, διαμήκες, κομμάτι του μπουζί, που έχει τυπωμένα στην εξωτερική πλευρά του το λογότυπο του κατασκευαστή και τα στοιχεία του μοντέλου. Περιβάλλει τον αγωγό του κεντρικού ηλεκτροδίου, από τον ακροδέκτη πάνω μέχρι λίγο πριν την κάτω άκρη του μέσα στο θάλαμο καύσης. Βασική δουλειά του είναι να μονώνει ηλεκτρικά το κεντρικό ηλεκτρόδιο από το γειωμένο μέρος του σώματος του μπουζί (το κέλυφος, αμέσως παρακάτω). Έχει επικρατήσει να λέγεται συνήθως και «η πορσελάνη», τιμής ένεκεν από την αντίστοιχη καθιερωμένη παλαιότερα μέθοδο κατασκευής (ακόμα πιο παλιά, σε ειδικές εφαρμογές χρησιμοποιούνταν και μονωτές από ορυκτές μαρμαρυγίες, αλλά με την έλευση των μολυβδούχων βενζινών τα βρήκαν σκούρα με τις επικαθίσεις), παρόλο που πλέον χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από τους κατασκευαστές το οξείδιο του αλουμινίου («αλουμίνα», Al203). Η αλουμίνα είναι ένα κεραμικό υλικό με πολύ υψηλή σκληρότητα, άριστος μονωτής, με ταυτόχρονα πολύ καλές ιδιότητες θερμικής αγωγιμότητας, πανύψηλο σημείο τήξης (2000+oC) και επίσης υλικό που δεν μασάσει από υγρασίες. Οι άριστες θερμικές της ιδιότητες είναι απολύτως απαραίτητες, αφού το κάτω κομμάτι του μονωτή βρίσκεται μόνιμα τοποθετημένο μέσα στη κόλαση του θαλάμου καύσης και τρώει συνέχει θερμικά και μηχανικά σοκ αυξομείωσης θερμοκρασίας και πίεσης.

Το πόσο μακρύ είναι το κάτω κομμάτι του μονωτή είναι ο παράγοντας που, πάνω από όλα, επηρεάζει το πόσο ψυχρό ή θερμό είναι το μπουζί, θέμα που θα πιάσουμε με τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια. Η κάτω αυτή πλευρά του μονωτή, σε αντίθεση με την πάνω, δεν είναι υαλωμένη εξωτερικά, ενώ πέρα από την υαλωμένη επιφάνεια, η πάνω πλευρά του μονωτή (αυτή που αγκαλιάζει τον ακροδέκτη) θα έχετε δει ότι διαθέτει και (συνήθως 4-5) κυματιστές αυλακώσεις (τα λεγόμενα «πλευρά» του μπουζί). Η διαμόρφωση αυτή, λόγω γεωμετρίας, βοηθάει στην ελαχιστοποίηση των παράπλευρων απωλειών μικρών τάσεων από τον ακροδέκτη στο γειωμένο κέλυφος μέσω της εξωτερικής επιφάνειας του μπουζί (ηλεκτρόνια-λαμόγια που, επειδή βαριούνται να περάσουν από το κεντρικό ηλεκτρόδιο και να φάνε στη μάπα βενζίνη,  κόβουν δρόμο από πάνω εξωτερικά) απομακρύνοντας τα μεταξύ τους.

Το κέλυφος: Το μεταλλικό, εξωτερικό, κέλυφος του μπουζί είναι αυτό που έρχεται και περιβάλλει το μονωτή και διαθέτει το σπείρωμα πρόσδεσης στη κεφαλή του κινητήρα, καθώς και το (ή τα) πλαϊνά αρνητικά ηλεκτρόδια γείωσης. Το τυποποιημένο μήκος του σπειρώματος του κελύφους καθορίζει σε τι τύπο κινητήρα μπορεί να τοποθετηθεί και σε τι όχι, αφού πάντα εξαρτάται από το πάχος του χυτού της κυλινδροκεφαλής (τα λεγόμενα «κοντά» και «μακρυά» μπουζί) και φυσικά επηρεάζει και αυτό τη ψυχρότητα που είδαμε μιλώντας και για το μήκος του μονωτή. Το σπείρωμα του κελύφους τυποποιείται ανά μπουζί ως προς το πλάτος και το βάθος του (π.χ. Μ 14 x 1,25, μετρικό σπείρωμα σε χιλιοστά εδώ) και όπως καταλαβαίνετε, η σωστή συναρμογή του στη κυλινδροκεφαλή εξασφαλίζει στεγανοποίηση του θαλάμου καύσης από τον έξω κόσμο: η άσκηση ροπής σύσφιξης του μπουζί στη κεφαλή, κατά τα προβλεπόμενα από τον κατασκευαστή, είναι εκ των ουκ άνευ και μία, ακόμα και μικρή, απόκλιση μπορεί να τραυματίσει τις ευαίσθητες βόλτες και με τον καιρό να βάλει το μοτέρ και τον ιδιοκτήτη του σε μεγάλους μπελάδες του τύπου «δεν βγαίνει το αναθεματισμένο ούτε με σφαίρες». Διαφορετικά είναι και τα μπουζόκλειδα που απαιτούνται από τύπο σε τύπο, λόγω ποικιλότητας του μεγέθους του εξάγωνου έδρασης του κελύφους (12άρια, 14άρια κτλ.).

Ο αγωγός κεντρικού ηλεκτροδίου: Αυτός είναι που μεταφέρει την τάση από τον ακροδέκτη στην άκρη του κεντρικού ηλεκτροδίου κατά μήκους του εσωτερικού του μονωτή. Συνήθως πρόκειται για έναν πυρήνα χαλκού μέσα σε κάποιο κράμα νικελίου-χρωμίου και φυσικά εκτός από την ηλεκτρική του αγωγιμότητα έχει να «λογοδοτήσει» και για την αντίστοιχη θερμική του από το κάτω κομμάτι του μπουζί προς τα ανώτερα. Ο κεντρικός αγωγός πρέπει να βρίσκεται σε απόλυτη στεγανή συναρμογή με την εσωτερική επιφάνεια του μονωτή και έτσι, στο κέντρο περίπου του μήκους του μπουζί, συναντάμε συνήθως γύρω από τον αγωγό επικάλυψη από ένα μείγμα υαλόσκονης και χαλκόσκονης: το μπουζί περνιέται από θερμική κατεργασία πολύ υψηλής θερμοκρασίας και έτσι το μείγμα αυτό λιώνει γύρω από τον αγωγό, κάνοντας τα ένα σώμα και εξασφαλίζοντας ότι, τα θερμά και υπό πίεση, αέρια καύσης δεν θα ξεφύγουν προς τα πάνω, μέσα από το μπουζί. Παλαιότερα, η στεγανοποίηση μονωτή-κεντρικού αγωγού γινόταν με διαδοχικά στρώματα συγκολλημένου μετάλλου.

Στεγανοποιητικές φλάντζες και ροδέλες: Οι μικρές ροδέλες και οι φλαντζούλες είναι επίσης υποεκτιμημένα, αλλά απαραίτητα υποεξαρτήματα ενός μπουζί. Συνήθως συναντάμε μία τέτοια ροδέλα στο πάνω μέρος του κελύφους, εκεί που συναντάει το μονωτή και η οποία εξασφαλίζει στεγανότητα από τα αέρια, άλλη μία χαμηλότερα στο ύψος του σπειρώματος για τον ίδιο λόγο, ενώ μία φλαντζούλα υπάρχει και στο πάτημα του κελύφους με την κυλινδροκεφαλή, ακριβώς πάνω από το σπείρωμα. Η χρήση μη σωστής ροπής σύσφιξης κατά την εγκατάσταση του μπουζί, που αναφέραμε και πιο πάνω, εκτός από το σπείρωμα μπορεί να βγάλει αδιάβαστη και αυτή τη μικρή φλάντζα: αν αυτό συμβεί, τότε το μπουζί δεν θα κάτσει απόλυτα «πρόσωπο» με την πατούρα της κεφαλής και αυξάνουν οι πιθανότητες κακής στεγανοποίησης με το θάλαμο καύσης.

Επίλογος

Επίτηδες αφήνουμε για την επόμενη φορά τα δυό βασικότερα, τόσο ως προς τη λειτουργία τους, όσο και ως προς το ενδιαφέρον που έχουν για την tuning σκηνή, εξάρτηματα του μπουζί: τα τελικά άκρα των δύο ηλεκτροδίων. Αυτά έχουν πολύ «ψωμί» και θέλουν την δική τους εμπεριστατωμένη αναφορά και ανάλυση, οπότε θα πρέπει να κάνετε λίγη υπομονή ακόμα. Έχουμε ακόμα να μιλήσουμε για βασικά χαρακτηριστικά απόδοσης και επιλογής των μπουζί, όπως το εύρος θερμοκρασίας τους, το πολυσυζητημένο «παιχνίδι» με τα διάκενα και η ερμηνεία της ποιότητας καύσης μέσω του «παρουσιαστικού» τους (αν ξέρεις να «διαβάσεις» τι σου λέει ένα μπουζί από την κατάσταση που βρίσκεται, τότε έχεις τον καλύτερο «ρουφιάνο» της ρύθμισης και της λειτουργίας όλου του μοτέρ, διαθέσιμο με μόνο κόστος το ένα μικρό ξεβίδωμα), ενώ θα πιάσουμε και τις ειδικές «κολπατζίδικες» κατηγορίες τους να δούμε τι έχουν να πουν.

 

Αρθρογράφος

 

Test: Alfa Romeo Stelvio Q4 Veloce 2.2D 211Ps

Test: Alfa Romeo Stelvio Q4 Veloce 2.2D 211Ps

Πόσο σπορ μπορεί να είναι ένα πετρελαιοκίνητο SUV 1.820 κιλών; Όσο σπορ είναι η Alfa Romeo Stelvio Q4 Veloce!