Η οδήγηση των ρομπότ
H Γερμανία είναι μοναδική περίπτωση παγκοσμίως σε πολλά πράγματα: μεταξύ άλλων, οι γυναίκες τους έχουν πιο φαρδιές πλάτες από λεκάνη, ο σερβιτόρος κατά τον λογαριασμό στη ταβέρνα περνάει από τον καθένα της παρέας ξεχωριστά να τον πληρώσει και η εντοιχιζόμενη κουζίνα δεν ανήκει πάντα στο σπίτι / σπιτονοικοκύρη, αλλά στον νοικάρη (ο οποίος, αν μετακομίσει, είτε την πουλάει στον επόμενο ή την κόβει-ράβει για το επόμενο σπίτι ή την βάζει στο κώλο του). Εκείνο εξ’ αυτών που θα με απασχολήσει σήμερα ωστόσο, είναι το γεγονός πως είναι η μοναδική χώρα στο κόσμο που μπορεί να είσαι παράνομος οδηγώντας στο δρόμο με 31km/h και πεντακόσια μέτρα ή μισό λεπτό παρακάτω να είσαι 100% νόμιμος με 331km/h στο κοντέρ. Ναι, μετά από πέντε μήνες στη χώρα των Αλεμάνων και έπειτα από κάποια πρόσφατα ταξίδια με αυτοκίνητο εδώ που μου θύμισαν και αντίστοιχες παλιότερες εμπειρίες στο οδικό τους δίκτυο, ήρθε η ώρα να προσπαθήσω να σας εξηγήσω τι στο καλό πραγματικά συμβαίνει στους παγκοσμίως φημισμένους δρόμους τους. Όπως συμβαίνει με όλα τα ωραία του μάταιου τούτου κόσμου, ετσί και σε αυτό το νόμισμα υπάρχουν δύο όψεις...
Η πρώτη όψη είναι η εμπειρία οδήγησης εντός γερμανικής πόλης. Ξεχάστε τις Autobahn που θα δούμε παρακάτω, ξεχάστε ότι έχετε ακούσει για την αυστηρότητα των μπάτσων στην Αμερική, η οδήγηση εντός αστικού περιβάλλοντος στη Γερμανία (και στις γύρω χώρες-δορυφόρους της) είναι κάτι το εντελώς μοναδικό. Εντός πόλης υπάρχουν δύο βασικά όρια ταχύτητας, 50km/h για τους φαρδύτερους δρόμους, 30km/h στα υπόλοιπα στενά ανάμεσα στα σπίτια. Ενώ σαν απόλυτα νούμερα δεν διαφέρουν πολύ από άλλες χώρες και επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν επουδενί υπερβολικά χαμηλά, το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: τηρούνται τόσο ευλαβικά από όλους, που αιθάνεσαι βαγόνι σε ένα τρενάκι που πάει βασανιστικά αργά, σταθερά και αυτοματοποιημένα. Είτε έχεις μπροστά σου Μ5, είτε Kangoo, είναι βέβαιο πως στο κοντέρ θα πηγαίνεις αναγκαστικά μέσα στο εύρος 25,01km/h και 29,99km/h. «Εξωτικές μεθοδολογίες» προσπέρασης ή προσπάθειας επιτάχυνσης του εμπρός οχήματος όπως οι σφήνες, οι κόρνες και τα σινάλια με πρόβολια, οι οποίες κυριαρχούν στον πολιτισμένο ευρωπαϊκό Νότο, πολύ απλά δεν υφίστανται. Οι φωτογραφικές κάμερες καραδοκούν, αλλά και κάμερες να μην υπάρχουν γύρω, αν κάνεις ματσακονιά θα αντιμετωπίσεις την οργισμένη μήνυ των υπόλοιπων οδηγών: αν τους σκοτώσεις τη μάνα, λιγότερα μούτρα θα σου κρατάνε. Το αργόσυρτο αυτό τρενάκι ωστόσο δεν είναι τίποτα (αργά, σταθερά, αλλά τουλάχιστον κινείσαι ωρε αδερφέ) μπροστά στα αστικά φανάρια τους: είναι σκανδαλωδώς ρυθμισμένα ως προς την αναλόγια διάρκειας πράσινου/κόκκινου μεταξύ αυτοκινήτων/πεζών, υπερ των δεύτερων: σε αντίθεση με π.χ. την Ελλάδα, όπου κατά βάση ο χρονισμός των φαναριών είναι υπέρ των οδηγών και ο οποίος σνομπάρει τους πεζούς (όπου ώρες ώρες σε κάποια φανάρια θαρρείς πραγματικά πως, ως πεζός, για να περάσεις νομότυπα με τον «Γρηγόρη» μία διάβαση πρέπει να περιμένεις ...βδομάδα, οπότε αναγκαστικά περνάς από όπου και όποτε να ‘ναι), εδώ η κατάσταση αντιστρέφεται: οι οδηγοί περιμένουν σταματημένοι και ανήμποροι, καθώς οι πεζοί (χωρίς καν τη χρήση του σχετικού κουμπιού) σουλατσάρουν ελεύθεροι. Από το σπίτι μου μέχρι το γραφείο είναι τέσσερα χιλιόμετρα και, είτε το κάνω 9 το πρωί, είτε 4 το βράδυ, θα μου πάρει τον ίδιο (αυξημένο) χρόνο: η καθυστέρηση δεν βρίσκεται στην όποια κίνηση, αλλά στον χρονισμό (και στην εκνευριστική συχνότητα που τα τοποθετούν) των φαναριών. Για να είμαι δίκαιος όμως, τους αναγνωρίζω και κάτι που διαθέτουν και με το οποίο αν τα βάλεις κάτω κερδίζεις σοβαρό χρόνο: ανάβει πορτοκαλί όχι μόνο από το πράσινο στο κόκκινο, αλλά και στο αντίστροφο. Λεπτομέρεια? Κάθε άλλο: αν υπολογίσετε πόσες ΜΕΡΕΣ χαμένες από τη ζωή σας αθροίζουν τα δευτερόλεπτα που καθυστερεί κάθε φορά ο μπροστά σας να ξεκινήσει στο φανάρι (και ο οποίος χαμένος χρόνος πολλαπλασίαζεται με τον αριθμό των αυτοκινήτων που περιμένουν στη σειρά μπροστά σας στο φανάρι) θα τραβάτε τα μαλλιά σας: αυτά τα 1-2 δεύτερα του πορτοκαλί πριν το πράσινο αρκούν για το κουμπώμα της πρώτης και το αποσυμπλεκτάρισμα, έτσι ώστε να ξεκινήσει ΑΜΕΣΩΣ ο μπροστά στο πράσινο.
Και ενώ όλοι ακολουθούν μηχανικά όλα τα παραπάνω, ξαφνικά τα στενά τελειώνουν και η είσοδος της Autobahn σε καλεί μέσα της, σαν άλλη Σειρήνα. Έχετε ακούσει ιστορίες από τα derestricted κομμάτια των Autobahn, κάποιοι είχατε και την τύχη να τις διαβείτε, αλλά για τους υπόλοιπους έχω να πω το εξής: αν σας βγάλει ο δρόμος σας από εκεί, μην τολμήσετε να βγείτε ποτέ στην αριστερή λωρίδα με αξιώσεις αν δεν έχετε 1. τουλάχιστον 300-350 άλογα στη ξεφτίλα και 2. πρόθεση να τα αμολήσετε ΟΛΑ. Θα σας φάνε ζωντανούς και οι τύποι δεν παίζουν, είναι αμείλικτοι. Εκεί ξεχωρίζουν όχι απλά οι άντρες από τα αγόρια, αλλά και οι άρρωστοι από τους νορμάλ. Η πρώτη μου «τραυματική εμπειρία» σε τέτοιο κομμάτι ήταν στα πρώτα χρόνια του περιοδικού, σε ταξίδι στη Γερμανία, όπου θεωρήσαμε πως το νοικιάρικο Focus μας θα είχε πλάκα να τελικιάσει (180-185km/h) σε μία από τις εν λόγω αριστερές λωρίδες. Μέσα σε δευτερόλεπτα γεμίζει τους καθρέφτες ένα Μ5 με 230+ στο νερό στο κοντέρ, οπότε η μεταπήδηση στην μεσαία ήταν επιτακτική, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό: το Μ5 μπαίνει και αυτό στη μεσαία και συνεχίζει κολλημένο πίσω με 180+ να ανάβει προβόλια για να πάμε στην δεξιά λωρίδα! Τι είχε συμβεί? Πίσω από το Μ5 ερχόταν ένα Ferrari με ένας Θεός ξέρει πόσα... Τελευταία έκανα 2-3 ταξιδάκια με το αυτοκίνητο που περιλάμβαναν τέτοια κομμάτια και μετά από καιρό ξαναέφαγα τη «γλύκα»: με 240 άλογα και 250 χιλιόμετρα ΠΡΟΘΥΜΗΣ τελικής κάτω από το δεξί ποδάρι, απλά ήμουν αστεία ποσότητα. Το τι 991 Turbo και το τι Μερσεντικομπεμβεδικοαουντικό με πέρασε, δεν περιγράφεται. Με 230 σταθερά στο κοντέρ, μία έβγαινα, μία έμπαινα στην αριστερή. Και στην Ελλάδα μπορείς να βρεις κάποιον να σε περάσει όταν έχεις «μόνο» 230, αλλά αν κάνεις έτσι πέντε φορές το Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ζήτημα είναι αν θα βρεθεί ένας να θέλει+μπορεί να σε περάσει: εδώ θα σου συμβαίνει κάθε 1.500 μέτρα.
Η πλάκα είναι ότι όλοι αυτοί οι παλαβοί Γερμανοί που πάνε πηδιώντ@ς στις Autobahn δεν είναι τίποτα τσογλάνια ή νέοι και θερμόαιμοι κοντράκηδες, αλλά κάτι 50άρηδες-60άρηδες με AMG, RS6, M5 και λοιπά (βαριά μεν, αλλά με τρομερούς συντελεστές οπισθέλκουσας που ευνοούνται ύψιστα σε τέτοιες συνθήκες) τερατίδια, που είναι χαλάροι, χωρίς δόση να σε ξεφτυλίσουν από «κακία», απλά και ντόμπρα θέλουν να πάνε γρήγορα στο προορισμό τους. Το μόνο κακό με όλη αυτή την ιστορία είναι ότι δεν μπορείς καθόλου εύκολα να διατηρήσεις μία υψηλή μεν, ανθρώπινη δε ταχύτητα του τύπου 170-180km/h (το μέγιστο που επιτρέπουν οι ευμπάλκονες συνοδηγοί, επιστημονικά διαπιστωμένο): είναι πολύ λίγα για αριστερή λωρίδα της Autobahn, αλλά περισσότερα από ότι επιτρέπει η μεσαία. «Καταδικασμένος» είτε με 130, είτε με 230, τα ενδιάμεσα απαγορεύονται ρητά...
Το συμπέρασμα των δύο παραπάνω διαφορετικών εκφάνσεων της οδήγησης στην Γερμανία είναι πως «κάθε λαός έχει τα όρια ταχύτητας που του αξίζουν»: ποιος άλλος λαός θα μπορούσε να προσαρμοστεί οδηγικά και στα όρια του νόμου στο «ή 30km/h ή 230km/h»? Ποιος άλλος θα αισθανόταν άνετος να σέρνεται μέσα στη πόλη και ξαφνικά να οδηγεί με απόλυτη ασφάλεια με 200km/h? Να πηγαίνει με διαστημικές ταχύτητες στην εθνική και ξαφνικά να προσαρμόζεται αυτόματα σε ταχύτητες skateboard όταν βγει στην επόμενη έξοδο? Κανείς. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως αν αύριο καταργούσαμε τα όρια ταχύτητας a la Autobahn π.χ. στην Αττική Οδό, θα είχαμε αύξηση στα ατυχήματα όχι εντός αυτής, αλλά εκτός: δεν μπορείς να πείσεις έναν Έλληνα οδηγό να κόψει μαχαίρι στα 30km/h (και να τα κρατήσει σταθερά) όταν μέχρι πριν από διακόσα μέτρα πήγαινε τελικιασμένος. «Το ποδόσφαιρο της δύναμης του ρεαλισμού, το ποδόσφαιρο των ρομπότ» είχε πει κάποτε για την Εθνική Γερμανίας ο Διακογιάννης, «η οδήγηση των ρομπότ» θα πω εγώ με τη σειρά μου τώρα, οι άνθρωποι δεν παίζονται...
Αρθρογράφος
Δοκιμές Αυτοκινήτου CarTest.gr
Μία μοναδική έκδοση «6.75» ολοκληρώνει τη γκάμα του μοντέλου της Bentley που ενσάρκωσε το άκρον άωτον της πολυτέλειας στην αυτοκίνηση.